Πραγματική ιστορία, η πρώτη πειρατεία αμερικανικού πλοίου τα τελευταία 200 χρόνια, η ταινία Captain Phillips επιτρέπει στον Πολ Γκρίνγκρας να επιδείξει τη μαεστρική του επίθεση, που τον έκανε γνωστό με το Τελεσίγραφο του Μπορν και την Πτήση 93. Δεν αργεί να μεταφέρει τον Ρίτσαρντ Φίλιπς, καπετάνιο του φορτηγού πλοίου «Αλαμπάμα Μάερσκ», στο κατάστρωμα, στην επίβλεψη, στα καθήκοντά του. Δείχνει σοβαρός, θέλει να κάνει σωστά τη δουλειά του και με επαγγελματική ευγένεια προς τους υφισταμένους του, τους συμμαζεύει και τους διευθύνει, σαν να έχει καρφωμένο στο μυαλό του το εγχειρίδιο με τις οδηγίες προς ναυτιλλομένους. Θα ακολουθήσει πιστά το πρωτόκολλο, ακόμα κι όταν οι Σομαλοί πειρατές καταλαμβάνουν το πλοίο. Δείχνουν κι αυτοί σοβαροί – they mean business. Μόνο που κρατάνε όπλα και, τουλάχιστον την εποχή που διαδραματίζεται η ταινία (τα τελευταία χρόνια, όλα τα πλοία που περνούν από εκεί προσλαμβάνουν ένοπλη ασφάλεια), η αντιπαράθεση ήταν άνιση και οι συνθήκες εξαιρετικά επικίνδυνες για το πλήρωμα. Αυτές οι επικίνδυνες συνθήκες ξύπνησαν τον Τομ Χανκς από τον πρόσφατο λήθαργό του και ως Captain Phillips δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της μεγάλης και μερικές φορές ελαφρά αξιολογημένης καριέρας του. Ο ρόλος του είναι σπουδαίος και ο ίδιος μαχητικός. Στην αρχή αποχαιρετά τη σύζυγό του στο αεροδρόμιο, αναφέροντας τα παιδιά τους, και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επικοινωνεί με το κομπιούτερ του, φανερώνοντας την προσκόλλησή του στη γη και όχι τη θάλασσα. Η αποστολή αυτή θα μπορούσε να είναι σαν όλες τις άλλες – και γιατί όχι, δεν πάει στον πόλεμο. Αλλά, ακόμα κι αν κάτι του προέκυπτε, θα το αντιμετώπιζε με όπλο τη θεωρητική του κατάρτιση. Στη φωτιά, ωστόσο, επιστρατεύει την πείρα και τα αντανακλαστικά του. Ο Τομ Χανκς μετατρέπει τη δεδομένη φυσικότητά του σε ένα συμπυκνωμένο, σχεδόν ενστικτώδες πινγκ πονγκ αυτοματισμού με αποφασιστικότητα, χωρίς να χάνει την ανθρωπιά του. Πολλοί ηθοποιοί μπορούν να παίξουν νατουραλιστικά. Ο Χανκς, στις καλές του μέρες, ενσωματώνει την άνεσή του σε μία σειρά από επιλογές που ξαφνιάζουν, μένοντας πάντα στο πλαίσιο του χαρακτήρα του. Δεν ξεχνά πως ο Φίλιπς δεν γεννήθηκε ήρωας, δεν μασάει τις σφαίρες, φοβάται και κινδυνεύει πραγματικά. Η κόντρα του με τον Σομαλό ομόλογό του Muse (αποκάλυψη ο Μπάρκαντ Αμπντί) είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, ειδικά στα σημεία που ζυγιάζονται με τα βλέμματα, σαν να προσπαθούν να διαπιστώσουν ποιος θα κερδίσει στην μπλόφα. Μεταδίδει απόλυτα την αγωνία και τον έλεγχο, μαζί με την ευθύνη και το ενδεχόμενο του άδικου θανάτου. Υπολογίζει τις πιθανότητες, ρισκάρει, αλλά σκέφτεται και ποιους αφήνει πίσω. Η τελική του σκηνή είναι συγκλονιστική, ένα ακόμα συν στη φιλμογραφία του. Σηκώνει επάξια μια ταινία που διαφέρει σημαντικά σε δομή και στόχο από την πρόσφατη Πειρατεία στον Ωκεανό του Τομπίας Λίντχολμ. Εδώ ο ρυθμός τεντώνει, το κέντρο βάρους είναι στην εξέλιξη και στα γεγονότα και όχι στην κατάσταση, και η δύναμη του φιλμ εστιάζεται στον ελάχιστο ενδιάμεσο χρόνο, στα μικρά σημεία όπου η πλάστιγγα γέρνει προς τη μία ή την άλλη μεριά: οι καλοί είναι υποψιασμένα θύματα, οι κακοί οι αδικημένοι της κοινωνίας και οι Navy Seals βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Σε αυτό το είδος, ο Γκρίνγκρας είναι άπιαστος.