Εφοδιασμένος με τις ιστορίες από τον παππού του, Άλφρεντ, και οπλισμένος με αυτοπεποίθηση μετά το απνευστί 8λεπτο POV άνοιγμα της αμέσως προηγούμενης ταινίας του, Spectre, ο Σαμ Μέντες επιχείρησε την αποτύπωση της οδύσσειας δύο νεαρών Βρετανών στρατιωτών στο πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, χωρίς να προδώσει την πολύτιμη οικογενειακή κληρονομιά που παρέλαβε ούτε και το μεγάλο εμπόδιο της τεχνικής σπαζοκεφαλιάς που έθεσε στον εαυτό του.

 

Το 1917 είναι το μεγαλύτερο προσωπικό και καλλιτεχνικό στοίχημα στην καριέρα του βραβευμένου με Όσκαρ για το American Beauty σκηνοθέτη, που ενδεχομένως να προέρχεται από την αμφιβολία της παραπάνω από το προσδοκώμενο ασχολίας του με την «υπόθεση James Bond».

 

Ο Μέντες επέλεξε άφθαρτα πρόσωπα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, έτσι ώστε ο θεατής να αναπτύξει φρέσκια σχέση μαζί τους και, ακόμα πιο πονηρά, να μην έχει ιδέα αν θα ζήσουν ή θα σκοτωθούν.

 

Το δίωρο πολεμικό δράμα ξεκινά με την κινητοποίηση δύο στρατιωτών των συμμάχων, που ξαποσταίνουν σε έναν αγρό στη Γαλλία, σε μια μικρή ανάπαυλά τους από τη μάχη, και τελειώνει στο ίδιο μοτίβο, κάτω από ένα δέντρο, αν και σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, και αφού έχει προηγηθεί ένα ανελέητο, εξαντλητικό κυνηγητό στη no man's land, στους στρατώνες που έχουν εγκαταλείψει οι αντίπαλοι και σε ένα κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς χωριό, στη φιλότιμη προσπάθειά τους να παραδώσουν ένα επείγον μήνυμα του στρατηγού τους για άμεση παύση του πυρός.

 

Ο Μέντες επέλεξε άφθαρτα πρόσωπα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, έτσι ώστε ο θεατής να αναπτύξει φρέσκια σχέση μαζί τους και, ακόμα πιο πονηρά, να μην έχει ιδέα αν θα ζήσουν ή θα σκοτωθούν. Ο Τζορτζ Μακέι και ο Ντιν Τσαρλς Τσάπμαν πείθουν απόλυτα ως άβγαλτα παιδαρέλια που εκτελούν την εντολή μ' εκείνη την πατριωτική αφέλεια που ανήκει σε άλλην εποχή. Σε μια φάση που ξοδεύονται δισεκατομμύρια για σύγχρονους κινηματογραφικούς θεούς που καταφεύγουν σε διαπλανητικές δυνάμεις για να εξολοθρεύσουν απειλές, η κουβέντα των δυο τους για τον ηρωισμό (απλή, αγορίστικη, μια πεζή παρένθεση σε ένα μέγεθος που δεν γίνεται να κατανοήσουν) μοιάζει με ανάγλυφο σχόλιο, χωρίς ίχνος ειρωνείας, για τις υπεράνθρωπες εικόνες που θα διαδεχτούν τις περιπέτειες του επόμενου αιώνα. Ο ένας από τους δύο θα γίνει κανονικό κλοτσοσκούφι σε ένα ερημωμένο τοπίο γεμάτο πτώματα, αρουραίους και παγίδες, αποπνικτική ανάμνηση μιας κάποτε εύφορης και κατοικημένης γης.

 

Η ιδέα του Μέντες να υλοποιήσει την ιδέα του σε μια συνεχόμενη λήψη αποδίδει στα χέρια ενός από τους κορυφαίους μάγους του φωτός: ο Βρετανός Ρότζερ Ντίκινς ήδη ράβει το σμόκιν για το δεύτερο, μετά το Blade Runner, Όσκαρ του, για την αβίαστη ψευδαίσθηση ενός απέραντου μονοπλάνου που αλλάζει οπτικές γωνίες και έντεχνα διακόπτεται, δίνοντας την αίσθηση της αγωνιώδους συνέχειας, αν και στην ουσία (και με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας) δεν είναι αδιάκοπο και ενιαίο.

 

Η λήψη σπάει χωρίς να φαίνεται και βασικά χωρίζεται θεματικά σε δύο μέρη, όταν ο ένας από τους δύο στρατιώτες συνέρχεται από τα γερμανικά πυρά και μετά από λίγα λεπτά βρίσκεται σε μια εφιαλτικά φωτισμένη νεκρόπολη, σαν να ξυπνά στον εφιάλτη μετά τα πρώτα χιλιόμετρα που διένυσε στο φως της μέρας.

 

Το τεχνητό ζήτημα, το artifice στο οποίο εμμένει ο Μέντες, και απογειώνεται, εκτός από τη ρευστή κάμερα του Ντίκινς, με την αρωγή του σκηνογράφου Ντένις Γκάσνερ και του μουσικού σκορ που παραμονεύει και κορυφώνεται καίρια από τον Τόμας Νιούμαν, από τη μια υπενθυμίζει τη σκηνοθετική γραμμή που οραματίστηκε και διατήρησε ασκαρδαμυκτί, και, τις στιγμές που η τεχνική φαίνεται να υπερτερεί της ουσίας, παρεμβαίνει με την πείρα του, εμβολιάζοντας τη διαδρομή με δράση και συναίσθημα, τόσο, όσο να μη μετατρέψει την ελεγειακή μοναχικότητα των δύο ψυχών, που περιπλανώνται σε αχαρτογράφητα εδάφη, σε αναλώσιμες μονάδες έτοιμες για άδικη θυσία ‒ ξοφλημένους πριν καν ξεμυτίσουν από τα χαρακώματα, όπως τους θεωρούσαν οι συμπολεμιστές τους, όταν έμαθαν για που το 'βαλαν. Το 1917 δεν κομίζει νέες απόψεις για τη σημασία του μιλιταρισμού, τις λεπτομέρειες μιας σύρραξης ή το ειδικό βάρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε σύγκριση με τους άλλους. Πραγματεύεται με προσήλωση και μαεστρία το προσωπικό καθήκον, όπως επιβιώνει από τη σύγχυση και το χάος ο τελευταίος όρθιος από τη μάχη.