Στη Βασίλισσα της Καρδιάς, επίσημη υποβολή της Δανίας για το Διεθνές Όσκαρ, όπως βαφτίστηκε φέτος από την Ακαδημία, η σκηνοθέτις Μέι Ελτούχι καταπιάνεται με το πώς γεννιούνται τα μυστικά στους κόλπους της οικογένειας, αλλά κυρίως με το ταμπού της σεξουαλικής «επίθεσης», αν και όχι κακοποίησης τεχνικά, μιας μεγαλύτερης σε ηλικία γυναίκας σε έναν νεαρό άνδρα ‒ πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ μιας μητριάς και του ατίθασου, για τα σκανδιναβικά δεδομένα, 17χρονου γιου του συζύγου της από προηγούμενο του γάμο. Ο χειρισμός της Ελτούχι είναι υποδειγματικά επιμελής και ψύχραιμος.

 

Σε αντίθεση με τη μονοδιάστατη κινηματογράφηση της 40άρας με τον πρωτάρη, που διαιώνιζε το κλισέ της υπερήφανης σεξουαλικής πρώτης φοράς ενός τρελαμένου εφήβου με μια πεπειραμένη γυναίκα, η Βασίλισσα της Καρδιάς κινείται με αργές κινήσεις εμπλοκής που ξεκινούν από την επιθυμία μιας δικηγόρου που ρισκάρει, αλλά προφανώς δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει την παρόρμησή της και οδηγείται στο συναίσθημα και στο περίπλοκο κρυφτό από την πραγματική ανάγκη και τα βλέμματα της οικογένειας και των κοντινών φίλων. Η ταινία διατηρεί μια λεπτεπίλεπτη ισορροπία εσωτερικότητας και καταπιεσμένης τρυφερότητας, με την τιμωρία να επικρέμεται συνεχώς και να αποδίδεται απροσδόκητα στο φινάλε.