Τελευταίο μέρος της πολιτικής τριλογίας του Φρανκ Κάπρα, μετά το Mr. Deeds Goes to Town και το Mr. Smith Goes to Washington, το Ο λαός προστάζει του 1941 ταιριάζει γάντι στο σήμερα: μιλάει για το στήσιμο ενός λαϊκού ήρωα από τα media, που καταδικάζει τη διαφθορά και την έκπτωση των αξιών, φτάνοντας στο σημείο να ηγηθεί πολιτικού κόμματος, σφήνα στο παρακμασμένο σύστημα. Η ναΐφ καταγγελία του Κάπρα εδώ φτάνει στο απόγειό της. Με το υποψήφιο για Όσκαρ σενάριο του Ρόμπερτ Ρίσκιν, συνδυάζει κομμουνιστικές ιδέες με χριστιανικά ιδεώδη, πάντα με τον έρωτα σαν από μηχανής Θεό που σβήνει την απόλυτη τραγωδία στο ρομαντικό δράμα. Η πολιτική του είναι βγαλμένη από την παραμυθένια αμερικανική, εντελώς συνταγματική λογική πως ο απλός πολίτης, αν και πληβείος, οφείλει να ακουστεί και τελικά θα δικαιωθεί, γιατί μόνο έτσι θα συνεχιστεί το όνειρο. Η πολιτική φωνή της ταινίας, κατά τόπους πολύ έξυπνα γραμμένη και όπως πάντα στιβαρά και γρήγορα σκηνοθετημένη, δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά, διότι η αποδόμηση την εκθέτει ως σχηματική. Ενώ στο αριστούργημά του, το Μια υπέροχη ζωή, όπου το δράμα ενός ανθρώπου παραπέμπει στην απληστία και την έλλειψη αλληλεγγύης, η κριτική στην κοινωνία μέσα από την προσωπική απελπισία είναι έγκυρη και πειστική. Εκεί, ο Τζίμι Στιούαρτ ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει όχι γιατί πιάστηκε κορόιδο στα γρανάζια των έξυπνων αρπακτικών αλλά γιατί είδε την καλοσύνη του να μη χωράει στο αμερικανικό όνειρο, και πάλι χρονιάρες μέρες.