Το No time to die ξεκινά με τη Μάντλιν Σουάν σε νεαρή ηλικία να δοκιμάζει μια τραυματική εμπειρία, από εκείνες που σημαδεύουν την ψυχή για πάντα. Αντιδρά στη φονική πρόκληση περίφημα. Τραβά πιστόλι και επιβιώνει, ωστόσο μόνο αφού ο μασκοφορεμένος εκδικητής που θέλει να πάρει το αίμα του πίσω (διότι το δέρμα του είχε αλλοιωθεί ανεπιστρεπτί) τη σώζει, συνεπώς της χαρίζει μια ζωή, προφανώς για να της ζητήσει αντάλλαγμα κάποια στιγμή αργότερα.

 

Σημαδιακό: το κορίτσι του Βοnd δεν είναι απλώς ένα πληγωμένο αξεσουάρ αλλά πολύ περισσότερα από το ατάραχο συνταξιοδοτικό του πλάνο. Όπως βλέπουμε σε μια εντυπωσιακή, αναδρομική σεκάνς, πέντε χρόνια πριν από το κινηματογραφικό παρόν της 25ης περιπέτειας James Bond (ήταν τα πρώτα εγκεκριμένα πλάνα που είδαν το φως της δημοσιότητας από την Eon Productions), η Μάντλιν (η Λέα Σεϊντού επιστρέφει και οχυρώνεται στα μυστικά της) και ο Τζέιμς είναι ζευγάρι πολύ ερωτευμένο και ταιριαστό, περνούν φίνα στην Ιταλία, ώσπου μια επίσκεψή τους στο μνήμα της παλιάς αγαπημένης Βέσπερ καταλήγει σε έκρηξη, ακολουθεί αυτοκινητοκυνηγητό και κομφούζιο, κυρίως στο μυαλό του τρωτού, λόγω αισθήματος, ήρωα, που πυροδοτεί το χειρότερό του αντανακλαστικό, την προδοσία από κάποιον, πόσο μάλλον από την εκλεκτή, που εμπιστεύεται.

 

Cut to Jamaica του σήμερα, όπου ο Bond έχει αποσυρθεί στα εξωτικά λημέρια του δημιουργού του, του Ίαν Φλέμινγκ, αρμενίζει με στυλ και ψαρεύει, ποτέ εντελώς αμέριμνος, αλλά αποφασισμένος να αφήσει τον χρόνο να τον προκαλέσει. Η πρόκληση δεν αργεί, διότι ο αδελφικός Αμερικανός ομόλογός του, ο Φέλιξ Λάιτερ (Τζέφρι Ράιτ), παρέα με έναν παράξενα ενθουσιώδη βοηθό, τον επισκέπτεται και τον παρακαλεί, με επιτακτική φιλικότητα, να συνδράμει τη λύση ενός επικίνδυνου αινίγματος με αφορμή μια εξαφάνιση που προξενεί ντόμινο.

 

Το δόλωμα είναι η ανάμειξη του Ερνστ Στάβρο Μπλόφελντ (ο Κριστόφ Βαλτς, κάπως ανεκμετάλλευτος), ο οποίος μπορεί να βρίσκεται φυλακισμένος σε επίπεδα επιτήρησης που παραπέμπουν στον Χάνιμπαλ Λέκτερ, αλλά δείχνει να υποκινεί την ενεργοποίηση ενός customized βιολογικού όπλου με στοχευμένες, ανυπολόγιστες συνέπειες.

 

Επειδή πολλές βεβαιότητες πάνε περίπατο, το No time to die προσφέρει γενναιόδωρα ό,τι περιμένει μπορεί να περιμένει ένας fan του James Bond, ειδικά μετά τη δεκαοκτάμηνη ψυχρολουσία πολλαπλών αναβολών.

 

Η οργάνωση Spectre, με τα εκτεταμένα πλοκάμια και το σχεδόν μασονικό προφίλ, τον υπακούει και εκτελεί, ένας επιστήμονας ονόματι Ομπρούτσεφ στο μυστικό πρόγραμμα «Ηρακλής» παίζει διπλό παιχνίδι, ένας άγνωστος παράγοντας κινεί νήματα που κανείς δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει και ο σκυθρωπός, προβληματισμένος πέρα από τις συνήθεις έγνοιες του Μ γνωρίζει, αλλά δεν του επιτρέπεται να αποκαλύψει σε κανέναν τι συμβαίνει πίσω από τις ύποπτες κινήσεις. Σημαντική λεπτομέρεια: η δρ. Σουάν είναι η ψυχίατρος του Μπλόφελντ και η μόνη που ο παράφρων εγκληματίας δέχεται να δει και να μιλήσει.

 

Τελικά, ο Bond δεν έχει παραδοθεί στον πειρασμό του dolce far niente, αφού δεν θέλει και πολύ να πειστεί πως η επαναφορά του ίσως λύσει το πρόβλημα. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Μ έχει φροντίσει να τον αντικαταστήσει με μια γυναίκα αφρικανικής καταγωγής (Λασάντα Λιντς, ευπειθής και πειστική), καταρτισμένη και ανταγωνιστική. Οι δυο τους συναντιούνται για πρώτη φορά στην Τζαμάικα και δεν είμαστε σίγουροι αν η συνεργασία τους είναι δόκιμη.

 

Επειδή πολλές βεβαιότητες πάνε περίπατο, το No time to die προσφέρει γενναιόδωρα ό,τι περιμένει μπορεί να περιμένει ένας fan του James Bond, ειδικά μετά τη δεκαοκτάμηνη ψυχρολουσία πολλαπλών αναβολών. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους ορκισμένους αρνητές των σπόιλερ: τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά την ελάχιστη ραχοκοκαλιά μιας πλούσιας σε θέαμα ταινίας, βασικά το πρώτο εικοσάλεπτο μιας ψυχολογικής και «φυσικής» περιπέτειας διάρκειας 2 ωρών και 43 λεπτών.

 

Από το τραγούδι των τίτλων της Μπίλι Άιλις με φόντο αγάλματα και μάσκες, σύμβολα των προσωπείων που πέφτουν, της σάρκας που απειλείται και του δέρματος κάτω από το οποίο θέλει να τρυπώσει με πανουργία ο αρχικακός Λιούτσιφερ Σάφιν, τον οποίο υποδύεται συριστικά, σαν τροποποιημένη σαύρα, ο οσκαρικός Ράμι Μάλεκ μέχρι τις περίτεχνες καταδιώξεις και τον αφομοιωμένο ρυθμό που πέτυχε ο Κάρι Φουκουνάγκα, ο σκηνοθέτης που ανέλαβε όταν ο Ντάνι Μπόιλ αποσύρθηκε από το πρότζεκτ, το No time to die τα έχει όλα, και όχι μόνο δεν απογοητεύει όσους θέλουν τον πράκτορα ετοιμοπόλεμο και δυναμικό αλλά επεκτείνει την αλλαγή του και ολοκληρώνει έναν μεγάλο κύκλο.

 

Στις ψαγμένες στιγμές της προ-Κρεγκ περιόδου, ο Bond λοξοκοιτούσε προς τα μέσα, περιστασιακά και μόνο ακούγοντας μια φωνή πέρα από αυτή του Κυρίου του. Στο Casino Royale ξεκίνησε το ταξίδι στην ψυχή του, απορώντας, υπαρξιακά, αν όντως έχει ψυχή. Στο Skyfall αυτοαναλύθηκε και βρήκε τον εαυτό του επώδυνα και λυτρωτικά. Και στο No time to die ο Bond γίνεται άνθρωπος.

 

Το κόστος θα πρέπει να το διαπιστώσει και να το αποτιμήσει κάθε θεατής ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη του πως η ταινία μπορεί να περιέχει εκρήξεις, παράτολμες πτώσεις, ξύλο, όπλα, αυτοκίνητα και μία ακόμη ωραία γυναίκα, που δυστυχώς δεν βλέπουμε πολύ (είναι η Άνα ντε Άρμας, που παίζει χιουμοριστικά και απογειωτικά τη μυστική πράκτορα Παλόμα στον ευχάριστο σταθμό στη δράση, στο Σαντιάγο της Κούβας, σε μια απολαυστικά vintage σεκάνς), αλλά δεν ποντάρει ακριβώς σε όλα αυτά.

 

Αν και γράφτηκε πριν από την πανδημία, με την ορατή αρωγή της Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ στους νόστιμους, φρεσκότερους, πάντα διπλών υπαινιγμών διαλόγους, το σενάριο θίγει την πολυτιμότητα της επαφής, επιστρατεύοντας τους τζεϊμσμποντικούς ιδιωματισμούς στο πλαίσιο της σύγκρουσης που θα φέρει το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, με τους μηχανισμούς δράσης ενός πράκτορα που πλέον φλερτάρει με την ελεύθερη βούληση και προσαρμόζει τους ξεπερασμένους κώδικες του καθήκοντος. Κι αντί να τα ρίξει στους άλλους και να μεταφέρει την απειλή στο κοινωνικό σύνολο, το παίρνει προσωπικά, όλο πάνω του, σαν στοίχημα που οφείλει να κερδίσει πέρα από τις προσδοκίες και ο Ντάνιελ Κρεγκ, σε άλλη μια απόδειξη της ανεξίτηλης διείσδυσής του στον χαρακτήρα που δούλεψε μεθοδικά και σκληρά επί δεκαπέντε χρόνια, αποχαιρετά με δόξα και τιμή, όρθιος και πιστός στους προβληματισμούς που τον σιγόκαιγαν από τη στιγμή που ανέλαβε το κινηματογραφικό αυτό πόστο.

 

Η πλοκή πραγματεύεται ένα σατανικό δηλητήριο, αλλά η ουσιαστική υπόθεση του έργου μιλά για το φαρμάκι, το πικρό ποτήρι, όμως σε έναν σκληροτράχηλο πράκτορα δεν ταιριάζει η συνθήκη του «απελθέτω», και στη συγκεκριμένη περίπτωση του Κρεγκ ο ηρωισμός δεν περνά μόνο από τα ανδραγαθήματά του αλλά και από τις δικές του θυσίες. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο 25ος Bond είναι μια ταινία για την οικογένεια, και μάλιστα πολύ καλή, και παρά τους πλατειασμούς στην πλοκή, αποζημιώνει με ηχηρό σοκ και ένα κάποιο δέος ‒ για τη συνέχεια.