H Αμερική δεν αλλάζει. Και δεν θέλει να αλλάξει. Δεν θα κάνει ποτέ αυτοκριτική, το σφάλμα θα το εντοπίσει πάντοτε στον (όποιο) άλλο. Τίποτα καινούργιο δεν έφερε η συνδιαλλαγή με άλλους πολιτισμούς εκτός ή εντός της τόσα χρόνια. Όταν βρεθεί εκτός συνόρων, θα κουβαλήσει τον αμερικανικό τρόπο και θα προσπαθήσει να τον επιβάλει.

 

Κι επίσης, αν όπως λέει ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, «δεν υπάρχουν δεύτερες πράξεις στις αμερικανικές ζωές», δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες δηλαδή, είναι επειδή όλο το αξιακό και κοινωνικοπολιτικό σύστημα είναι καμωμένο έτσι, ώστε να τις αφαιρεί από την εξίσωση.

 

Αυτό είναι το πραγματικό θέμα της επόμενης δουλειάς του Τομ ΜακΚάρθι μετά το οσκαρικό Spotlight, που παίρνει έναν μέσο Αμερικανό πολίτη blue-collar καταβολών, ο οποίος «απλά κοιτάζει τη δουλειά του», και τον τοποθετεί στη Μασσαλία, όπου βρίσκεται φυλακισμένη η κόρη του για ένα έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε χρόνια πριν.

 

Το Stillwater φορά αρχικά τον μανδύα της ταινίας μυστηρίου, το κανει και με επιτυχία καθώς ο σεναριογράφος ΜακΚαρθι ξέρει πώς να γράφει «διαδικασία», όπως απέδειξε και με το Spotlight, ενώ ο σκηνοθέτης ΜαΚάρθι κατέχει τον ρυθμό της. Μα, όπως είπαμε, δεν είναι το μυστήριο το ζήτημα κι έτσι ακολουθεί μια δεύτερη πράξη όπου ο ήρωας χτίζει για λίγο μια ετεροτοπία πλάι σε μια ανύπαντρη μητέρα και το κοριτσάκι της.

 

Με όρους «παλαιοκριτικής», θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι σε αυτήν τη δεύτερη πράξη η ταινία κάνει κοιλιά – τι κακοήχη έκφραση. Πέραν της τρυφερότητάς της, όμως, αυτή η δεύτερη πράξη είναι απαραίτητη ώστε ο ήρωας να έρθει σε στενότερη επαφή με τους Γάλλους, της μεγάλης ανθρωπιστικής παράδοσης και της πίστης στον σωφρονισμό αντί του κολασμού, ώστε να έχει έναν ισχυρότερο δραματικό και νοηματικό αντίκτυπο η σκοτεινότερη τρίτη που ακολουθεί, η οποία, αν και όχι ακριβώς υπόδειγμα λεπτότητας, εξετάζει κι αναδεικνύει το πρόβλημα συνολικά και σφαιρικά. Κι επειδή ο ΜακΚάρθι είναι ανθρωπιστής, θα αφήσει και μια λιλιπούτεια χαραμάδα ελπίδας όχι για αλλαγή, μα τουλάχιστον για αποδοχή της κατάστασης – που είναι και το πρώτο βήμα.

 

Φυσικά, τίποτα δεν θα λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο στο φιλμ δίχως τον στυλοβάτη του, τη ραχοκοκαλιά του, τον Ματ Ντέιμον, που δίνει μια κτηνώδη ερμηνεία – σε μέγεθος και ουχί σε ένταση. Ο Ντέιμον είναι για τον υπογράφοντα ο καλύτερος της γενιάς του. Θα κάνει ντενιρικά εκείνο που χρειάζεται η ταινία δίχως ίχνος αυταρέσκειας, ενίοτε αδιαφορώντας εάν θα τον συμπαθήσεις. Αν αρκετός κόσμος δεν προσέχει τόσο το παίξιμό του, είναι επειδή βγαίνει ανεπιτήδευτο, σαν να καταβάλλει το 1/4 της προσπάθειας των υπολοίπων, ενώ στην πραγματικότητα δουλεύει πολύ και εξονυχιστικά τις ερμηνείες του.

 

Υπάρχει μια σκηνή νωρίς στο φιλμ, όπου μια δικηγόρος διαβάζει το γράμμα της κόρης του, η οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ο πατέρας της δεν είναι ικανός για τίποτα. Μπορείς να σκεφτείς δέκα τρόπους να παίξει κάποιος αυτή τη σκηνή, ο Ντέιμον θα διαλέξει έναν ενδέκατο που δεν σκέφτηκες, πιο λιτό, μάλλον και πιο σωστό, που θα μεταδώσει την οδύνη του χαρακτήρα ανατριχιαστικότερα. Αν συνεχίσει έτσι, μόνο με κάποιο συνοδευτικό αφήγημα, θα πάρει κάποτε το Όσκαρ Ερμηνείας, του αξίζουν, όμως, όλα τα Όσκαρ του κόσμου.