Στις 6 Ιουνίου 1942, στη Γαλλία, ο 11χρονος Τζόζεφ Βάισμαν μαθαίνει πως θα πρέπει να πηγαίνει στο σχολείο με ένα κίτρινο αστέρι ραμμένο πάνω στο ρούχο του. Το νέο αντι-εβραϊκό διάταγμα της γαλλικής κυβέρνησης είναι πλέον σε ισχύ. Ο Τζόζεφ, όπως όλοι οι Εβραίοι στη Γαλλία, απαγορεύεται να πηγαίνει σε πάρκα, κινηματογράφους, δημόσιους κήπους. Στις 16 Ιουλίου 1942, μαυροφορεμένοι άντρες εισβάλλουν στο σπίτι της οικογένειάς του και τους οδηγούν στο χειμερινό ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού, όπου κρατούνται για 5 μέρες χωρίς νερό και τροφή.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μαζική σύλληψη Εβραίων στην Ιστορία που διεπράχθη από Γάλλους αστυνομικούς. Η σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος Ροζλίν Μπος αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει (ή μάλλον να υπενθυμίσει, σε όσους αγνοούν το παρελθόν) μια μελανή σελίδα ενός φιλελεύθερου και παραδοσιακά δημοκρατικού έθνους που ποδοπάτησε τις αρχές του ανθρωπισμού όταν βρέθηκε σε στιγμή αδυναμίας και πίεσης κατά τη διάρκεια του καθοδηγούμενου καθεστώτος του Βισί, υπό την αντιδραστική πρωθυπουργία του Πετέν. Η ταινία εστιάζει σε οικογένειες Εβραίων που παρασύρθηκαν από την καθημερινότητά τους και δεν πίστεψαν ποτέ πως το χειρότερο θα τους συνέβαινε, ακόμη κι όταν τα ανησυχητικά σημάδια πύκνωναν σαν μαύρα σύννεφα.

Η Μπος κρατάει τις αποστάσεις, μοιράζοντας τους ρόλους των κακών και των καλών γειτόνων σε ίσες δόσεις και μικρές βινιέτες δηλωμένου μίσους και διακριτικής βοήθειας. Έμφαση δίνεται στα Εβραιόπουλα, που προκαλούν συγκίνηση με την αθωότητα, την ευθύτητα και την τόλμη τους, μερικές φορές σε υπερβολικά εκβιαστικό βαθμό, ειδικά στο μελό φινάλε, που πιέζει τον θεατή να κλάψει για να κατανοήσει το μέγεθος διά της ανθρώπινης τραγωδίας. Κι ενώ υπάρχουν πιο καλλιτεχνικές ταινίες με θέμα το Ολοκαύτωμα (η Λίστα του Σίντλερ είναι ένα ορόσημο, του οποίου ο υπαινιγμός και η κινηματογραφική ματιά δεν ξεπερνιούνται καθόλου εύκολα), η Νύχτα που χάθηκαν τ' αστέρια είναι μια ακαδημαϊκά εκτελεσμένη και χρήσιμη προειδοποιητική ιστορία, σε μια εποχή που ο αντισημιτισμός, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά παντού, ξεδιπλώνεται με θρασύδειλη σφοδρότητα, στο περιθώριο του φονταμενταλισμού.