Μόνο με αυτή του την ταινία και το Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ ο Αλέν Ρενέ θα είχε εξασφαλισμένη μια περίοπτη θέση στο πάνθεον των οραματιστών του κινηματογράφου, και μάλιστα με κορυφαία αυτή του επινοητή του μοντέρνου σινεμά. Αποθαρρυμένος από την απόπειρά του να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την ατομική βόμβα, ειδικά μετά το φιλμ του Nuit et Brouillard με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, ο Ρενέ άλλαξε πορεία πλεύσης και συνδύασε την ωμή εικόνα της καταστροφής με την ελλειπτική αφήγηση, με τη μορφή παρατεταμένου διαλόγου ανάμεσα σε δύο ανώνυμους εραστές, μια Γαλλίδα ηθοποιό κι έναν Ιάπωνα αρχιτέκτονα, που διαρκεί 36 ώρες στο σενάριο, διακόπτοντας τον λόγο, αλλά ενισχύοντας τον δραματικό ειρμό, με ντοκιμαντερίστικες, σύντομες αναδρομές-βινιέτες στο τραγικό εφέ του πυρηνικού ολέθρου στη Χιροσίμα. Μη γραμμική και ατμοσφαιρικά ασπρόμαυρη, η ερωτική ελεγεία του Χιροσίμα, αγάπη μου μετατρέπεται σε ένα αντιπολεμικό σχόλιο που δεν έχει βρει όμοιό του μέχρι σήμερα, ένα φιλμ που εξακολουθεί να συνδιαλέγεται με την ταπείνωση και τη λύτρωση, με πένθιμους, φαντασματικούς όρους. Όπως στο Μαρίενμπαντ είχε τη λογοτεχνική συνδρομή του ιδρυτή του αντιμυθιστορήματος, Αλέν Ρομπ Γκριγιέ, έτσι και στο Χιροσίμα, αγάπη μου, ο Αλέν Ρενέ βρίσκει έμπνευση στο μυθιστόρημα (που έγινε σενάριο) της Μαργκερίτ Ντυράς – υποψήφια και αυτή για Όσκαρ σεναρίου, όταν η Ακαδημία είχε οσμιστεί πως κάτι εντελώς καινούριο ερχόταν από τη Γαλλία, μετά τη φουρνιά των Ιταλών νεορεαλιστών.