Για να παραθέσουμε τους Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν, κομπάρσους του Άμλετ, που απομόνωσε και αποθέωσε ο Τομ Στόπαρντ, το τέχνασμα είναι παλιό: από την αυξανόμενη τάση της ανασκαφής του βιογραφικού πασίγνωστων κακών παρά τω πρωταγωνιστή, όπως ο Τζόκερ και η Κρουέλα, ή περιφερειακών χαρακτήρων στη σκιά του ογκώδους αφεντικού τους, δεν ξεφεύγει ούτε ο Ρένφιλντ, το background του οποίου δεν είχε απασχολήσει κανέναν, ακόμη κι όταν ο θρυλικός Τομ Γουέιτς προμήθευε με φρέσκα πτώματα τον Δράκουλα του Γκάρι Όλντμαν.

 

Δύσκολοι καιροί για αιμοδιψείς κόμητες: μεταφερμένο στο σήμερα, το γνωστό στόρι παίρνει μια διαφορετική τροπή όταν ο αιώνιος βοηθός μπλέκει με συμμορία ναρκεμπόρων, που θέλει διακαώς να εξολοθρεύσει η Ρεμπέκα/Ακουαφίνα, μια αστυνομικός βαθιά τραυματισμένη από τη δολοφονία του πατέρα τους από τους «Λύκους», τον Τέντγουραρντ Λόμπο, τη μητέρα του Μπελαφραντσέσκα και τα άπειρα τσιράκια τους.

 

Σε ένα σύντομο εισαγωγικό μοντάζ, ο Ρένφιλντ εξιστορεί τη διαδρομή αιώνων, ξεκινώντας με μια σκηνή από την πρωτότυπη ταινία του 1931, όπου στη γνωστή σκάλα της έπαυλης στην Τρανσυλβανία ο ασπρόμαυρος Νίκολας Κέιτζ έχει αντικαταστήσει ψηφιακά τον Μπέλα Λουγκόζι, υποδέχεται τον δικηγόρο επί των ακινήτων Ρένφιλντ και ουσιαστικά εξαγοράζει την αδιάφορη ζωή του με τη σισύφεια, κολασμένη αθανασία. Οι ρόλοι αντιστρέφονται και για πρώτη φορά ο αφέντης περνά σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας στον υποτακτικό του χώρο και χρόνο να δει τι θα κάνει με το επαναλαμβανόμενο, άχαρο μέλλον του. Μετά την εγγραφή του σε μια ομάδα αυτοβοήθειας και την καλύτερη γνωριμία του με τη Ρεμπέκα, αφού πρώτα εξολοθρεύουν αεροπλανικά μέλη της σπείρας σε ένα μπαρ, διακρίνει για πρώτη φορά το πρόβλημα που μέχρι τότε παρέμενε αδιάγνωστο και άγνωστο στο ιατρικό γλωσσάρι του 20ού αιώνα.

 

Η συνεξάρτηση με τον Δράκουλα είναι ένας εθισμός που αντιμετωπίζει με την ενοικίαση ενός διαμερίσματος βουτηγμένου στο χρώμα, την ανανέωση της σκονισμένης γκαρνταρόμπας του και, επιτέλους, με ένα χαμόγελο στα βρόμικα από τα έντομα που συνηθίζει να καταναλώνει για να ανακτά τις απαραίτητες υπερδυνάμεις χείλη του. Ο Βλαντ δεν έχει ιδέα και όταν συνέρχεται από ένα στραπάτσο (πιάστηκε εξαπίνης σε έναν ιερό κύκλο και αποσυντέθηκε μερικώς), σοκάρεται από το θράσος του συνήθως ευγνώμονα, πάντα άβουλου familiar του.

 

Το «αξίζω, αξίζω» πάει σύννεφο στις συνεδρίες και το πνεύμα του απροσδόκητου εχθρού ενός πονηρού και αδάμαστου τέρατος που είχε μάθει να αποφεύγει σταυρούς και σκόρδα και να κάνει σλάλομ σε θρησκευόμενους διώκτες πλέον έχει να αντιμετωπίσει την τρέχουσα, μετά-new age ψυχολογία. Ο σκηνοθέτης Κρις Μακέϊ και ο σεναριογράφος Ράιαν Ρίντλεϊ δουλεύουν ψιλό γαζί την αφέλεια της αυτοσχέδιας ομαδικής ψυχανάλυσης, αν και αυτό είναι το κύριο καύσιμο για την αιρετική επανατοποθέτηση ενός από τους διασημότερους κακούς του παλιού σινεμά.

 

Εύλογα, το Ρένφιλντ είναι κωμωδία διανθισμένη με πολύ σπλάτερ, βασισμένο στην πολλαπλή σημασία του αίματος ‒ ο Δράκουλας το χρειάζεται για να επιβιώσει, ωστόσο το δικό του μπορεί να επουλώσει θανάσιμες πληγές και να αναστήσει νεκρούς σε μια μεταφυσική συνθήκη που τηρείται για να σωθούν χαρακτήρες. Η μαγνητική του σαγήνη λειτουργεί περιστασιακά γιατί τις περισσότερες φορές ο Νίκολας Κέιτζ εμφανίζει το εξαγριωμένο του προφίλ. Όταν όμως κλείνει το στόμα για να μη φαίνεται η τυραννοσαυρική του οδοντοστοιχία, παίζει με τις λέξεις και μια αδιευκρίνιστη προφορά Βρετανού από τον αμερικανικό Νότο για να εκμαυλίσει με κουρασμένη γοητεία ‒ φέρνει λίγο και σε Νικ Κέιβ, πάντα φροντίζοντας ο ίδιος την κόμη του.

 

Εδώ και χρόνια ο Αμερικανός δεν έχει τίποτε να αποδείξει και εξαπολύει επιθέσεις στους ρόλους που αναλαμβάνει, αλλά η υποκριτική του διαπερνά το camp με συγκινητικές κορόνες, είναι συχνά έμμετρη και ποιητική, σαν να προτιμά να απαγγέλλει αντί να μιλάει, αντίθετα με τον Ράσελ Κρόου, που περισσότερο υπονομεύει αντί να υπηρετεί ‒ Δίας Πανελλήνιος στον Θορ, αν τον θυμάστε σε μία από τις πρόσφατες πλάκες του. Ο Νίκολας Χουλτ έχει αποφοιτήσει με άριστα από την ανώτατη σχολή των ντροπαλών, αμήχανων Άγγλων που ίδρυσε και τελειοποίησε ο Χιου Γκραντ. Ο Ρένφιλντ του κουβαλά το αστείο concept μέχρι ενός σημείου και μετά την έξυπνη αρχή γίνεται έρμαιο μιας πλοκής που φαντάζει μηχανική και επαφίεται στα ξεσπάσματα δράσης.

 

Διατηρώντας πάντα ευχάριστο κλίμα και καλό συγχρονισμό στα gags, ο Μακέι δεν αστοχεί τόσο στην τεχνική ισορροπία της πλάκας με τη φρίκη (αν και η ζυγαριά κλίνει προς την παράδοξη κομεντί, ειδικά με την αγέλαστη stand up ιδιοσυγκρασία της Ακουαφίνα) όσο στην πρωτότυπη βαριά υπόσχεση πως ο κόσμος αξίζει ολόκληρη μεγάλου μήκους με τον Ρένφιλντ στην ούγια αντί για τον άρχοντα του σκότους αυτοπροσώπως για μια ακόμη φορά ‒ όχι ιδιαίτερα.