Με την Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ ο Κλιντ Ίστγουντ ολοκληρώνει την τριλογία των πραγματικών, παρεξηγημένων και παγιδευμένων ηρώων που ξεκίνησε με το American Sniper, ουσιαστικά ξαναγυρίζοντας το Sully με πρωταγωνιστή όχι έναν ικανό πιλότο αλλά έναν σχετικά άπειρο, δυσκίνητο φύλακα, τον σεκιουριτά που εντόπισε τον βομβιστικό μηχανισμό στο γεμάτο κόσμο πάρκο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 στην Ατλάντα και βρήκε μεγάλο μπελά από τη στιγμή που το FBI τον στοχοποίησε ελλείψει υπόπτου και τα media έκαναν πάρτι, σταυρώνοντάς τον χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

 

Μετά την αρχική, θερμή υποδοχή της αποσόβησης ενός συμβάντος με ανυπολόγιστα τραγικές συνέπειες, ο Τζούελ έμοιαζε εύκολο θύμα σε μια σειρά από αθόρυβες ανατροπές: ένας ευτραφής και φαινομενικά αφελής καλόκαρδος άνδρας με φιλοδοξία κάποτε να ανήκει στο αστυνομικό σώμα, χωρίς δική του οικογένεια, με μεγάλη αδυναμία στη μητέρα του, με την οποία συμβίωνε, ταίριαξε στο προφίλ του τύπου που σκαρώνει μια επικίνδυνη ενέργεια μόνο και μόνο για να την αποτρέψει και ψευδώς να διεκδικήσει τα εύσημα και να δοξαστεί.

 

Το προφίλ του Τζούελ κουμπώνει απόλυτα στις θεματικές προδιαγραφές του μεγαλύτερου Αμερικανού ιδεαλιστή σκηνοθέτη και στην ξερή, ειρωνική ματιά του προς τους άνδρες που επιτελούν καθήκον και τραβούν γολγοθά μέχρι να αποδείξουν την εύλογη αθωότητά τους ‒ όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του Τσέσλι Σάλενμπεργκερ, μετά την απίστευτου θάρρους και δεξιοτεχνίας προσγείωση του αεροπλάνου στα παγωμένα νερά του ποταμού Χάντσον, στην καρδιά του Μανχάταν.

 

Ο 34χρονος Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, ως άλλος έφηβος που αδυνατεί να παραδεχτεί μια τόσο μεγάλη αδικία, αφοπλίζει με τους καθάριους, σχεδόν ερασιτεχνικούς τρόπους που προσεγγίζει τον Τζούελ και ο Σαμ Ρόκγουελ παραδίδεται στο πνεύμα του καταλύτη-δικηγόρου, που κι εκείνος με τη σειρά του δεν έχει παρά να στηρίξει ολόψυχα έναν απονήρευτο σωτήρα, σπάνιο δείγμα δόλιων καιρών και σκοτεινών χειρισμών.