Γραμμένο το 1964, τη χρονιά που η Μαίρη Πόπινς της Τράβερς, του Ντίσνεϊ, των αδελφών Σέρμαν και της Τζούλι Άντριους μάγεψε τις οθόνες και τα παιδιά όλου του πλανήτη, το Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο της Σοκολάτας έγινε το πιο γνωστό από τα παιδικά αναγνώσματα του Ρόαλντ Νταλ, χάρη στις δυο κινηματογραφικές μεταφορές του. Κι ενώ ο Τζιν Γουάιλντερ και ο Τζόνι Ντεπ ανέδιδαν όχι μόνο την εκκεντρικότητα του κεντρικού ήρωα αλλά και τη λοξή ματιά του Βρετανού συγγραφέα, ο Γουίλι Γουόνκα του Τίμοθι Σαλαμέ, έτσι όπως συντέθηκε από τον σεναριογράφο Σάιμον Φάρναμπι και τον σκηνοθέτη Πολ Κινγκ, παραμένει, από το αθώο ξεκίνημα του γιορτινού μιούζικαλ ως το αισιόδοξο φινάλε του, πεισματικά και μονότονα καλόβολος και χαριτωμένος, χαριτωμένος και γλυκούλης όσο και τα περιζήτητα κακαο-σκευάσματά του, ανεπηρέαστος ωστόσο από τις ντικενσιανές περιπέτειές του. Οπλισμένος με τις μυστικές συνταγές της μητέρας του (Σάλι Χόκινς) και τους κλεμμένους καρπούς από το νησί των Ούμπα Λούμπα, ο νεαρός φιλοδοξεί να ανατρέψει το στάσιμο τοπίο της επικρατούσας ζαχαροπλαστικής αλλά βρίσκει απέναντί του έναν εντελώς διεφθαρμένο αστυνομικό διευθυντή και φυλακίζεται από την πονηρή Ολίβια Κόλμαν, ιδιοκτήτρια ενός πανδοχείου που το διευθύνει μαζί με έναν γερμανόφωνο νταή. Παρά τα εμπόδια, το φρόνημά του καλά κρατεί, και ο Σαλαμέ υιοθετεί στάση υπομονής και ελέγχου, σαν να γνωρίζει εκ των προτέρων πως όλα θα πάνε καλά και να καθησυχάζει τα (πιθανώς) ανήσυχα παιδιά που τον παρακολουθούν. Η παρήχηση του ονοματεπώνυμού του στα αγγλικά εμπεριέχει ένα σεξουαλικό παιχνίδισμα, που μαζί με τη γενικευμένη καταλληλότητα του Γουόνκα αφαιρούν από την ταινία οποιαδήποτε ανατρεπτική ματιά ή λοξοδρόμηση προς το ενοχλημένο πλάσμα που γνωρίσαμε στις ταινίες του Μελ Στιούαρτ και του Τιμ Μπέρτον. Στωικά και τραγουδιστά, ο ισχνός και ευέλικτος σοκολατοποιός διασχίζει το ζαχαρωτό prequel που πακετάρισαν επιμελώς, αν και χωρίς ιδιαίτερη φαντασία, οι δημιουργοί του Πάντινγκτον (που τείνουν να γίνουν για το βρετανικό μιούζικαλ ότι και ο Ρίτσαρντ Κέρτις για την κομεντί και ο Ντέιβιντ Γιέιτς για τις Χαριποτεριάδες), μαζί με τον Νιλ Χάνον των Divine Comedy, που έγραψε τα τραγούδια. Ευτυχώς, το θεϊκό «Pure Imagination», οι νότες του οποίου παρεισφρέουν από την αρχή, μας θυμίζει πως η αξιομνημόνευτη μελωδία της ταινίας έχει προ πολλού κλείσει μισό αιώνα ζωής και καλά κρατεί, και ο Χιου Γκραντ κλέβει άνετα την παράσταση, στον ρόλο του 20ποντου Ούμπα Λούμπα που έρχεται δυναμικά για να διεκδικήσει χορευτικά και φλεγματικά ό,τι ανήκει στη μικρόσωμη αλλά περήφανη φυλή του και να αποδώσει δικαιοσύνη, όπως εκείνος την εννοεί.