Για κάποιον λόγο που πλέον μου διαφεύγει, καθώς η εμπορικότητα της προηγούμενης ταινίας ήταν σεβαστή, όχι όμως και λόγος πανηγυρισμών, οι εξολοθρευτές φαντασμάτων συνεχίζουν ακάθεκτοι στη νέα αποχή, με τα παιδιά της Κάρι Κουν και τον τυπικά αγορίστικο ενθουσιασμό του Πολ Ραντ να παίρνουν τη σκυτάλη από την παλιά φουρνιά, παρά τα προβλήματα που δημιουργούν και τις ζημιές που προκαλούν στις περίπου σωτήριες περιπολίες τους στη Νέα Υόρκη. Οι κλασικοί πρωταγωνιστές επανέρχονται, ανάμεσά τους και ο Μπιλ Μάρεϊ. Να θυμίσουμε πως πριν από πολλές δεκαετίες ο κατεξοχήν ντικενσιανός ανάμεσα στους Αμερικανούς ηθοποιούς δεν είχε βρει τον λόγο να συμμετέχει, αφού δεν είχε χαρεί με τα σενάρια των σίκουελ. Το τι ανακάλυψε εδώ, στη χαρακτηριστική, παρενθετική συμβολή του, μόνο ο ίδιος το γνωρίζει.

 

Η πλοκή αφορά μια στρατιά που έχει παγώσει στον χρόνο και ξυπνάει για να εκδικηθεί αμετάκλητα και μοχθηρά την ανθρωπότητα μέσω του αφελούς και φιλοχρήματου Κουμάλ Ναντζάνι. Πριν γίνουν όλοι κασάτοι, επιστρατεύονται κι άλλοι περιφερειακοί, κωμικά ανακουφιστικοί χαρακτήρες (Πέιτον Όσγουολντ, Τζέιμς Εϊκάστερ) σε μια ιστορία με αρκετές σκοτεινιές – η κυριότερη είναι η εξερεύνηση της άλλης όχθης από τη Μακένα Γκρέις, όταν έρχεται σε επαφή με ένα χαμένο φάντασμα. Μηδενικές τρομάρες και ελάχιστο χιούμορ συνθέτουν ένα αχρείαστο σίκουελ, όπου κυριαρχούν η σκηνογραφία και ως έναν βαθμό ο σχεδιασμός των ειδικών εφέ του φανταστικού τσίλι-Θεού με τους πιστούς φονιάδες-στρατιώτες του.