(Η κριτική περιέχει έμμεσα spoilers)

 

Είναι οι καλύτεροι φίλοι, κολλητοί από μωρά, οργανικά δεμένοι με τη βελγική ύπαιθρο σαν μια ψυχή που μοιράζεται δυο σώματα: το ανέμελο καλοκαίρι του Λεό και του Ρεμί προσγειώνεται απότομα την πρώτη μέρα της Α’ Γυμνασίου, το άτυπο βάπτισμα στην ενηλικίωση, όταν γίνονται αποδέκτες ομοφοβικών σχολίων από τους νέους συμμαθητές τους. Η θέα δυο αγοριών τόσο στενά συνδεδεμένων, με ορατή οικειότητα που ξεπερνά κατά πολύ την πόζα της ευθυτενούς αναλγησίας των προεφήβων, δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει την απόκρουση από το ίδιο φύλο αλλά και την περιέργεια των κοριτσιών, που τους ρωτούν στο διάλειμμα αν τα έχουν.

 

Ο Λεό σπεύδει να διασκεδάσει την εντύπωση και αρνείται οτιδήποτε («είμαστε close, σαν αδέλφια», απαντά), ενστικτωδώς τείνοντας προς το μέρος των δυνατών. Είναι εκείνος που καταλαβαίνει ότι η επίθεση είναι αδικαιολόγητη, αλλά όχι ανυπόστατη, και σίγουρα διόλου ασήμαντη, αφού πρόκειται να επηρεάσει τη ζωή του για τα υπόλοιπα έξι χρόνια τουλάχιστον. Ο αυθεντικά ανίδεος Ρεμί δείχνει προβληματισμένος, σχεδόν σοκαρισμένος, όχι τόσο από τους ξένους αλλά από τα απανωτά τάκλιν του φίλου του ‒ τον γεμίζουν τύψεις για κάτι που σίγουρα δεν έκανε, και τον βυθίζουν σε μια ανεξήγητη θλίψη.

 

Ο Λεό, που μέχρι πρότινος φυσούσε στο αυτί του φίλου του χασκογελώντας, προτιμά πλέον να κοιμάται στο πάτωμα και δεν θέλει καν να τον ακουμπά ο Ρεμί στα διαλείμματα, και ενώ εκείνος πηγαίνει να τον παρακολουθήσει στα μουσικά ρεσιτάλ, καθώς πάντα τον θαύμαζε για την ικανότητά του στο φλάουτο, ο Λεό αισθάνεται άβολα όταν ο Ρεμί τον παρακολουθεί στην προπόνηση χόκεϊ. Συνηθισμένος από τον τραχύ, μεγάλο του αδελφό, ο Λεό συνειδητοποιεί τη χρονική συγκυρία της προσωπικής τοποθέτησης στο ενήλικο σύμπαν, ενώ ο Ρεμί δεν ταυτίζεται με τον κόσμο των μεγάλων, απλώς θέλει να συνεχίσει να παίζει με τον πολυαγαπημένο του Λεό, να κάνουν τα παραδοσιακά τους sleepovers, να γελάνε και να προσποιούνται τους ιππότες του παραμυθιού.

 

Με αφοπλιστικές ερμηνείες, ειδικά από τον υποψήφιο για το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Έντεν Ντεμπρίν, ο οποίος ουσιαστικά κέρδισε τον ρόλο του Λεό όταν εντυπωσίασε τον Λούκας Ντοντ σε μια τυχαία συνάντησή τους σε διαδρομή με τρένο, οι δυο πρωταγωνιστές αποκαλύπτουν δυο όψεις της προσεξουαλικής φάσης της εφηβείας. Ο Λεό είναι ο πιο υποψιασμένος, ο πιο εκφραστικός και ορμητικός από τους δύο, ενώ ο Ρεμί του Γκουστάβ ντε Βέλε διατηρεί την αθωότητα ενός παιδιού που το χτύπησε κεραυνός εν αιθρία, διακόπτοντας τον άρρηκτο δεσμό που πίστευε αιώνιο.

 

Με πολλές εικαστικές και κινηματογραφικές αναφορές και τρομερή δουλειά στα πλάνα, που ξεκινούν μακρινά και γενικά μέσα σε πλούσια χρωματική παλέτα, που ψυχραίνει όταν η κάμερα κλείνει με τηλεφακούς και νευρικά κοντινά με το που μπαίνουν στον απειλητικό χώρο του σχολείου, ο Ντοντ χωρίζει ευδιάκριτα το Close σε δύο μέρη. Τα πρώτα 45 λεπτά εμβαθύνουν στην ονειρική ουτοπία της παιδικής συνωμοτικότητας με υπονοούμενη σκηνοθεσία που αφήνει μικρούς, αν και αμφίσημους οιωνούς (ο τρόπος που κοιτάζει ο Λεό τον Ρεμί όταν κοιμάται ή το πώς αφουγκράζεται την τέλεια θαλπωρή του δεύτερου σπιτιού του, σαν να είναι αβίαστα υιοθετημένος από τους γονείς του φίλου του), ενώ στη συνέχεια επεξεργάζεται τις συνέπειες ενός τραγικού συμβάντος που περαιτέρω λεπτομέρειες γύρω από αυτό θα συνιστούσαν σοβαρό spoiler.

 

Όπως και στο ντεμπούτο του, το Girl, ο Βέλγος δημιουργός αντιμετώπισε κριτική για το ότι ναι μεν πρόλαβε μια ολόκληρη κατάσταση με θέμα την τρανς ορατότητα, αλλά τοποθέτησε ένα cisgender αγόρι στον ρόλο της επίδοξης μπαλαρίνας και κλιμάκωσε το δίλημμά της με μια ακραία δραματική πράξη, έτσι κι εδώ κατηγορήθηκε από μερίδα κυρίως της αμερικανικής κριτικής ότι χειραγώγησε το σοκ και την απώλεια χωρίς να πάρει θέση στο αν οι δυο φίλοι βίωναν ένα πρώιμο queer ρομάντσο.

 

Πιστεύω πως είναι μια σωστή επιλογή: βασιζόμενος σε 150 αληθινές μαρτυρίες αγοριών που δεν είναι απαραίτητα γκέι, ο ίδιος την αιτιολόγησε στη βάση της ανοιχτής ερμηνείας για το κοινό και στο μέτρο που η βαθιά του επιθυμία ήταν να πραγματευθεί την κοινωνική κατηγοριοποίηση της προσωπικής επιθυμίας. Με το να επιτρέπει κινηματογραφικά στα δυο ανήλικα παιδιά να παραδοθούν σε έναν φυσικό αισθησιασμό χωρίς να υπαγορεύει το σεξουαλικό πρόσημο που συνήθως συνοδεύει (και απαγορεύει) την «αρσενική» έκφραση, αφήνει πιο ελεύθερη την επώδυνη διαδρομή στην παρατήρηση της ετεροκανονικής κοινωνικοποίησης, με τη βαρύτερη και πιο τραυματική δυνατή συνέπεια.

 

Το δεύτερο μέρος παίρνει τη μορφή ενός ενοχικού γολγοθά και ίσως φλερτάρει με τον συναισθηματικό εκβιασμό, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας πως η μητέρα του μοναχογιού Ρεμί εργάζεται σε μαιευτήριο. Ωστόσο, ο Ντοντ προσπερνά το εύκολο μελό και διαγράφει το έρμα της φιλίας με πίστη, προσήλωση και κινηματογραφική δεινότητα. Το Close τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών και διεκδικεί το Όσκαρ Καλύτερου Διεθνούς Φιλμ.