Η Γκλόρια είναι 58 χρόνων, χωρισμένη και τα παιδιά της έχουν ήδη φύγει από το σπίτι. Για να καλύψει τον ελεύθερο χρόνο της κάνει διάφορες δραστηριότητες και ψάχνει ακόμα τον έρωτα σε πάρτι ενηλίκων που αναζητούν συντροφιά. Όταν συναντά τον Ροδόλφο, έναν χωρισμένο 65άρη, νομίζει πως βρήκε τον πραγματικό έρωτα. Η σχέση τους είναι πολύ δύσκολη, καθώς ο Ροδόλφος έχει μια άρρωστη εξάρτηση από τα παιδιά του και την πρώην γυναίκα του. Η Γκλόρια θέλει να τα δώσει όλα σ’ αυτήν τη σχέση, μόνο με τον φόβο ότι μπορεί να είναι η τελευταία της, όμως η πραγματικότητα τη φέρνει μπροστά σε αναπάντεχα εμπόδια. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει τόσο εκείνα όσο και το γεγονός ότι μεγαλώνει…

Να μια Γκλόρια που θα ζήλευε ο Τζον Κασσαβέτης, δημιουργός της ομώνυμης, αλλά κατά τα άλλα άσχετης ταινίας του ’80, με τη γυναίκα του στον ρόλο της γκόμενας ενός γκάνγκστερ που βοηθάει έναν πιτσιρικά. Αυτή εδώ η Γκλόρια, δυνατή, ώριμη, απελευθερωμένη στο σεξ (η γενιά γαρ), ευάλωτη, χωρισμένη εδώ και δέκα χρόνια, με δύο μεγάλα παιδιά, ένα εγγόνι κι άλλο ένα στον δρόμο, έχει συνθηκολογήσει με την ηλικία της. Αποδέχεται τη μοναξιά της, αλλά δεν καταδέχεται τη μιζέρια που συνεπάγεται. Κάνει τις προσπάθειες της εποχής (γελωτοθεραπεία, γιόγκα), σιγοτραγουδάει, βγαίνει έξω, ερωτοτροπεί. Γνωρίζει έναν συμπαθή, γλυκό κύριο που έχει κάνει εγχείρηση, έχει χάσει πολλά περιττά κιλά κι έχει χωρίσει. Το μεγάλο του πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως έχει αφήσει τις ενήλικες κι εξαρτημένες από εκείνον κόρες του να γίνουν οι μαμάδες-δυνάστες του – σαν ασπόνδυλος σκελετός, όπως αφήνει να εννοηθεί μια σκηνή της ταινίας. Δεν τις βλέπουμε στην ταινία του, αλλά βρίσκονται συνεχώς μαζί του, και τότε είναι που η Γκλόρια επιβεβαιώνει τους δισταγμούς της. Τότε είναι που πρέπει αποφασίσει αν θα αποχωριστεί άλλο ένα «παιδί», με τον ίδιο τρόπο που αναγκαστικά έσφιξε την καρδιά της όταν έπαψε να είναι ενεργή σύζυγος και μάνα των μικρών της παιδιών.

Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Σεμπαστιάν Λέλιο, σε παραγωγή του Πάμπλο Λαραΐν, συναντιέται αρμονικά με την Γκλόρια και την εξαιρετική Παουλίνα Γκαρσία που την ερμηνεύει, σε όλη τη διάρκεια του έργου, σαν να τη γνωρίζει όλη του τη ζωή, με φυσικότητα και φροντίδα. Η ταινία διαθέτει άψογη δομή: Ξεκινάει και τελειώνει με δυο σημαδιακά τραγούδια, στη μέση απλώνει μια επανασύνδεση της Γκλόρια με τα παιδιά, τον πρώην σύζυγό της και την άνετη νυν σύζυγο και προς το φινάλε δίνει τη δεύτερη ευκαιρία, δικαιώνοντας τις καταβολές μιας γυναίκας που ως ευσυνείδητη εθνολόγος, λογικός άνθρωπος κι ευαίσθητη γυναίκα αγαπάει τη ζωή, δεν αρνείται το πάθος κι έχει μάθει να παρατηρεί και να περιμένει, πριν διαγράψει οριστικά και προχωρήσει.

Αν έχετε δει το Frances Ha, η Γκλόρια είναι μια ενδιαφέρουσα συνέχεια από άλλο τόπο, αλλά με παρόμοια υλικά – ένα παράξενο, γυναικείο companion piece. Η 20 και κάτι Νεοϋορκέζα έχει όλη τη ζωή μπροστά της (μαζί με τα μικρά της όνειρα) και μια θετικότητα που αντισταθμίζει τις αντιθέσεις της, χωρίς να βαραίνει από την ευθύνη μιας καριέρας ή μιας συντεταγμένης φιλοδοξίας. Η περίπου 60άρα Χιλιανή έχει αφήσει μια ζωή πίσω της, δεν στέκεται σε λάθη και παραλείψεις και προσέχει να μη χάσει το τρένο, χρησιμοποιώντας την πείρα της ως φίλτρο ενάντια σε συναισθηματικές κακοτοπιές. Καλύτερα μόνες, λίγο ρεζίλι και σίγουρα περήφανες, με απενοχοποιημένο σεξ, ακόμα και σε τυχαία βραδιά, παρά στη λάθος αγκαλιά.