Η δίνη λυγμών στην οποία περιέπεσε σύσσωμο το βρετανικό έθνος με την αναγγελία του δυστυχήματος της λαίδης Νταϊάνα ήταν μεταδοτική. Όλος ο πλανήτης αισθάνθηκε την ιερή υποχρέωση να χύσει τουλάχιστον ένα δάκρυ, και αμέσως μετά να παρακολουθήσει με τρόμο τις θεωρίες συνομωσίας και τη διαπόμπευση των παπαράτσι. Για μια στιγμή νομίσαμε πως η βασιλική οικογένεια οδηγείτο στην αυτοκτονία και την αυτοαποκαθήλωση με τη μνημειωδώς ιδιωτική στάση που επέμενε να κρατά, ακόμα και όταν οι πλέον συντηρητικοί τούς ικέτευαν να εγκαταλείψουν τη μακάρια καθημερινότητα του σκοτζέζικου Μπαλμόραλ και να έλθουν κοντά στον πενθούντα λαό και, σκύβοντας λιγάκι, να κλάψουν όλοι μαζί. Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν, βοηθούσης και της γλυκερής λούπας του Candle in the Wind του Έλτον Τζον, ξεράσαμε και επισήμως το όλο θέμα. Όχι πια Νταϊάνα, εκτός από τον Αλ Φαγιέντ, ο οποίος δεν έχει σταματήσει να μυρίζει το αίμα της εκδίκησης για τον γιό του. Για ποιο λόγο λοιπόν ο Στίβεν Φρίαρς να σκαλίσει μια τόσο νωπή, συναισθηματικά κουρασμένη και, εν τέλει, κορεσμένη υπόθεση; Η απάντηση είναι απλή: Είχε στον νού του μια ταινία γεμάτη δράμα και ατελείωτες μεταφορικές και υπαρκτές συγκρούσεις ανάμεσα στον παλιό κόσμο και το νεόκοπο ταχυφαγείο των εντυπώσεων.

Ευτυχώς δεν ασχολήθηκε καθόλου με την Νταϊάνα και τις υποψίες γύρω από τον θάνατό της. Το κέντρο είναι η βασίλισσα Ελισάβετ και η πάγια στάση της να μην αφήνει το έθνος να μπει στην ιδιωτική της ζωή, όπως κι εκείνη δεν εισήλθε ποτέ στα χωράφια του ποιμνίου της. Παρακολουθούμε την προσωρινή διακοπή της καθημερινότητας της βασιλικής οικογένειας από τα τραγικά νέα, και αμέσως προσγειωνόμαστε στη σοκαριστική αλλά τόσο αγγλική επαναφορά στην τάξη: κλαίμε λίγο, σκουπίζουμε τα δάκρυά μας, σηκώνουμε ψηλά το κεφάλι και προχωρούμε με αξιοπρέπεια. Όλο αυτό το πακέτο σε ζουμ, ειδικά διότι πρόκειται για τη γυναίκα που έχει εκπαιδευτεί να δίνει το πρόσταγμα της εθνικής συμπεριφοράς. Enter Tony Blair. Με την ορμή της συντριπτικής πλειοψηφίας και της καθολικής ψήφου του λαού (βρισκόμαστε στα 1997), είπε μια φράση με την οποία ταύτισε τον εαυτό του με την πριγκίπισσα του κόσμου και άλλαξε τους συσχετισμούς. Αν η Ελισάβετ είναι ο κεντρικός θεσμός, ο Μπλερ ήταν το κλειδί για να εξασφαλίσει τη σωστή λειτουργία των θεσμών και να τη μεταστρέψει προς όφελός του. Φιλόδοξος και φαντασμένος, ο Μπλερ πιέζει το παλάτι με τσιριμόνιες και πρωτοκολλίστικες κολακείες να υποχωρήσει και να στρέψει επιτέλους τα αυτιά του προς τον κόσμο. Ο τρόπος που τον αντιμετωπίζει η Ελισάβετ στην πρώτη τους συνάντηση τον βάζει αμέσως στη θέση του, σαν να είναι ένα βλαχάκι που ήρθε να κάνει φιγούρα στον στρατηγό επειδή έχει μέσο τον θρίαμβο των εκλογών. Αντίστοιχα, η τελευταία τους συνάντηση είναι γεμάτη από προφητικά λόγια γύρω από την άστατη φύση της λαοφιλίας - αν και ο Φρίαρς τα λέει ετεροχρονισμένα, χαιρέκακα και εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας την κάθετη πτώση του Μπλερ σήμερα, ακούγονται εκδικητικά σωστά. Οι τηλεφωνικές συνομιλίες του Μπλερ με την Ελισάβετ και τα απανωτά τους ραντεβού μάς βοηθάνε να καταλάβουμε την πρέσα που ένιωσε για πρώτη φορά στο πετσί της από μη εθνικό κίνδυνο η διακοσμητική αυτοκράτειρα. Πιο πολύ όμως μας οδηγεί στα άδυτα της βασίλισσας το αυτοκρατορικό ταλέντο της Έλεν Μίρεν. Τόσα χρόνια δεν δίστασε να βγαίνει από τα ρούχα της για να αρθρώσει τη λαλιά γυναικών σε υποδεέστερη θέση και να εκφράσει μια ανενδοίαστη σεξουαλικότητα. Τώρα έβαλε τη μαντήλα, φόρεσε το συγκρατημένο, χεσμένο χαμόγελο, και αρματώθηκε με την άχρωμη στολή τής αρχηγού για να μπει στη θέση ενός συμβόλου της ακινησίας και να ανακαλύψει πού και πώς κρύβει τόσο επιμελώς τον άνθρωπο μέσα σε όλα αυτά τα στρώματα των επιβεβλημένων ενεργειών επί μισό αιώνα. Και το βρήκε, με συγκινητικό τρόπο και ιδιοφυή απλότητα. Κατάφερε να κουνήσει αυτό το ακλόνητο αντικείμενο - το οποίο ειλικρινώς πίστευα πως δεν μπορούσε να γίνει ποτέ ταινία, γιατί δεν είχε τίποτε να πει. Από το πρώτο μόλις τέταρτο της ώρας δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Μίρεν είναι η Ελισάβετ, αν και δεν της μοιάζει καθόλου εξωτερικά. Εκτός από τη συνεχή και εξελικτική της παρουσία στη Βασίλισσα, υπάρχουν δύο σκηνές ανθολογίας που μαρτυρούν την ανθρωπιά και το ταλέντο της. Στη μία έχει πάρει το τζιπ για να απομονωθεί και να ξεφύγει από την απόφαση που ήξερε πως έπρεπε να πάρει παρά τη θέλησή της. Μόνη και τσαντισμένη στη μαγευτική εξοχή, θαυμάζει ένα άγριο ελάφι, στέκεται με δέος στην απόλυτη ομορφιά του. Ακούγοντας τον ήχο του τουφεκιού, το προτρέπει να φύγει μακριά και, όταν αυτό τρομάζει και εξαφανίζεται, σκουπίζει δάκρυα χαράς. Λίγο αργότερα, προσκαλείται να το δει γδαρμένο αλλά και να συγχαρεί τον δράστη. Είναι η επίσημη εποχή της θήρας, και το πρωτόκολλο της επιβάλλει να το δεχτεί. Στη δεύτερη σκηνή, που είναι και πραγματική, έχει φτάσει επιτέλους στο Μπάκιγχαμ και βγαίνει από το αυτοκίνητο για να μιλήσει με τους παρισταμένους, σε μια κίνηση θεαματικά εκτός προγράμματος και κανόνων ασφαλείας. Ένα κοριτσάκι προτείνει ένα μπουκέτο λουλούδια, και η Ελισάβετ κάνει να το αφήσει στον αυτοσχέδιο επιτάφιο. Μόλις ακούει ότι προορίζεται για εκείνη και όχι για την Νταϊάνα, μια σπίθα αυτοπεποίθησης και μετάνοιας φωτίζει το συμπονετικό της πρόσωπο.

Ο Φρίαρς ενδιαφέρθηκε για την ακαριαία συνειδητοποίηση της ποδοσφαιροποίησης ενός πένθιμου περιστατικού και τη χιονοστιβάδα των επιπτώσεων που είχε στον λαό, τον πολιτικό κόσμο και τη θεσμική μοναρχία. Ως αριστερός, το είδε με ματιά ψύχραιμη και σφαιρική, κριτική και -όσο χρειάζεται- συναισθηματική. Στην ορχήστρα του διέθετε και ένα Στραντιβάριους. Η Έλεν Μίρεν έκανε ένα θαύμα, και δικαιούται όλα τα φετινά βραβεία. Υποψιάζομαι πως δεν θα της αντισταθούν.