Ο Τζέιμς Άιβορι ανέδειξε την ποιητική δύναμη του Ε. Μ. Φόρστερ σε τόσες ταινίες του, ενώ ο Όλιβερ Πάρκερ απειλεί τον Όσκαρ Ουάιλντ με πλήρη αφαίμαξη και άτιμη ταπείνωση. Μετά τη Σημασία τού να είναι κανείς σοβαρός και το Ένας ιδανικός σύζυγος, το κακό τριτώνει με τον Ντόριαν Γκρέι, που δεν μπορεί να πάρει μια σωστή απόφαση και να κλίνει είτε προς το βαθιά και άραχλα χιουμοριστικό δράμα, ή τον στυλιζαρισμένο βικτωριανό τρόμο.Ο Μπεν Μπαρνς του Νάρνια παίζει τον πανέμορφο Ντόριαν με μια απόσταση άγνοιας, κι ενώ στα χαρακτηριστικά δεν απέχει και πολύ από τον λυγερό και τραυματισμένο ήρωα/θύμα της μοίρας, μοιάζει να μην καταλαβαίνει και πολλά από τις αιφνιδιαστικές και απόκοσμες μεταπτώσεις του, τη διάσταση ενός πανσεξουαλικού Δράκουλα που ξεπερνάει τον ρομαντισμό και αποκτάει μια διεστραμμένη σχέση με το είδωλό του.

Η ταινία είναι ένα κομψό κουβάρι από διστακτικούς τροπισμούς, μια καθόλα πιστή και τόσο άπιστη και άψυχη διασκευή ενός αξεπέραστου λογοτεχνικού έργου, που σκάβει τη νεότητα και γλεντάει με σκωπτικό ύφος τη Νέα Αισθητική, το δανδίστικο και ηδονιστικό ρεύμα της εποχής. Σύμφωνα με τους όρους της υπέρβασης των χρονικών ορίων και του μολυσματικού kinkiness που θέτει ο Ντόριαν Γκρέι στην επιπόλαια ευχή του, χίλιες φορές καλύτερη ήταν η οπτική και η ηθική της ανεκδιήγητης αλλά τόσο διασκεδαστικά ασύνδετης διασκευής από το 1970 σε σκηνοθεσία του Μάσιμο Νταλαμάνο με τον Χέλμουτ Μπέργκερ σαν ξεΐγκλωτο μοντέλο των '60s που φαίνεται να προσγειώθηκε από παρακμιακό πλανήτη άλλης εποχής, αλλά ευχαριστιέται τόσο πολύ να κοιτάζεται στον καθρέφτη! Από τον τωρινό Γκρέι, μόνο ο Κόλιν Φερθ βγάζει τη θρασύδειλη πίκρα του Χένρι Γουότον, του διαφθορέα μέντορα που κηρύσσει την αμαρτία αλλά δεν έχει τα κότσια να την εφαρμόσει.