Η ταινία του Γκρανπερέ παίχτηκε στο περσινό φεστιβάλ Καννών, στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα, και πράγματι δεν προσθέτει τίποτε σε οποιοδήποτε από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Ξεκινάει με μια δολοφονία και προσπαθεί να μας βάλει στο πλαίσιο των γεγονότων, αλλά πολύ γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι μετατοπιζόμαστε στη σχέση δύο νέων γυναικών, της Νίνα και της Λίζι, οι οποίες γνωρίστηκαν σε μια ψυχιατρική κλινική. Η Νίνα νιώθει ένοχη και μόνη, φέροντας τις τύψεις για τον θάνατο του πατέρα της. Η Λίζι μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας. Θα στηρίξει η μία την άλλη και μαζί θα το σκάσουν με προορισμό την πόλη Ροσέλ. Το «Αθώες και ένοχες» γίνεται ένα χαλαρό road movie, ένας συνδυασμός σπουδής της μετεφηβικής ανομίας και των ανεξήγητων αιτιών που μετατρέπουν αθώες ψυχές σε επικίνδυνες οντότητες με τα κοινωνικά στάνταρ. Αυτό που έχουν ανάγκη οι δύο 19χρονες είναι η απόδραση από το πρώιμο βάρος τους και εν μέρει το βρίσκουν, στη σύντομη αυταπάτη της άσκοπης διαδρομής. Ο Πατρίκ Γκρανπερέ πιάνει την ασπόνδυλη περιπλάνηση της Λίζι και της Νίνα και κάποιες στιγμές επικοινωνίας μεταξύ τους, αλλά η χαλαρότητα βλάπτει τον προορισμό της ίδιας της ταινίας. Το έγκλημα που λαμβάνει χώρα (η κακιά στιγμή, η συσσωρευμένη επιθετικότητα, η έλλειψη υπολογισμού λόγω ηλικίας) δεν ενδιαφέρει σε μια ταινία που βαριανασαίνει στο τέλος της αργής κούρσας.