Μια πολύμηνη κοινή έρευνα της Deutsche Welle (DW), του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel και του τηλεοπτικού δικτύου ZDF έφερε στο φως ένα διασυνοριακό κύκλωμα εμπορίας ανθρώπινων νεφρών, πίσω από το οποίο φαίνεται να κρύβεται ένας Ισραηλινός επιχειρηματίας.
Οι ερευνητές εντόπισαν την αλυσίδα του κυκλώματος να ξεκινά από το νοσοκομείο Mediheal στο Eldoret της δυτικής Κένυας και να καταλήγει σε μία επιχείρηση που οργάνωνε μεταμοσχεύσεις για ασθενείς από τη Γερμανία και το Ισραήλ, μεταξύ άλλων χωρών.
Από τη μία πλευρά, το δίκτυο στόχευε νεαρούς άνδρες, οι οποίοι συχνά προέρχονταν από συνθήκες βαθιάς φτώχειας, με την υπόσχεση ότι μπορούν να αποκομίσουν χιλιάδες δολάρια σε αντάλλαγμα για το νεφρό τους. Όσο για τις πιθανές επιπλοκές στην υγεία τους, στην καλύτερη των περιπτώσεων, υποβαθμίζονταν δραματικά.
Οι παραλήπτες των μοσχευμάτων, από την άλλη, ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για να αποκτήσουν μέσα σε μόλις μερικούς μήνες ένα όργανο που ενδέχεται να χρειάζονταν επειγόντως. Αρκετοί από αυτούς φαίνεται πως γνώριζαν ότι η επέμβαση μπορεί να μην είναι ακριβώς συμβατή με τους διεθνείς νόμους, αλλά η νόμιμη εναλλακτική στην πατρίδα τους είχε λίστα αναμονής πολλών χρόνων.
Πώς το δίκτυο εμπορίας νεφρών προσελκύει δότες
«Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, ποτέ δεν θα είχα συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο», λέει ο Άμον Κιπρούτο Μέλι.
Ο 22χρονος, από ένα χωριό στη δυτική Κένυα, μιλά στην κάμερα του DW καθισμένος σε μία καρέκλα μπροστά από το σπίτι του, ένα μικρό κτίσμα με μεγάλη αυλή, όπου φαίνεται να βόσκει μία αγελάδα. Όπως και πολλοί άλλοι συνομήλικοί του στη χώρα της υποσαχάριας Αφρικής, δυσκολεύτηκε να βρει σταθερή εργασία. Πήγαινε από τη μία δουλειά στην άλλη, μέχρι που, μία ημέρα, ένας φίλος του τον ενημέρωσε για έναν γρήγορο και απλό τρόπο για να βγάλει χρήματα. Αρχικά αρνήθηκε, όταν έμαθε ότι θα χρειαζόταν να πουλήσει το νεφρό του, παρά τις διαβεβαιώσεις από τον φίλο του πως όλα θα πήγαιναν καλά. Τελικά όμως υπέκυψε. Του προσφέρθηκαν 6 χιλιάδες δολάρια εις αντάλλαγμα για το νεφρό του και σε μία χώρα όπου ο μέσος μισθός είναι περίπου 500 δολάρια, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς έφτασε σε αυτή την απόφαση.

Έτσι, ταξίδεψε στο Eldoret, πέρασε τις πύλες της κλινικής Mediheal και εξετάστηκε από, σύμφωνα με τη δική του εκτίμηση, Ινδούς ιατρούς. Οι ανησυχίες του για τις πιθανές επιπτώσεις στην υγεία του δεν είχαν ακόμη υποχωρήσει, παρά τις καλύτερες προσπάθειες του φίλου του, ο οποίος του έδειχνε ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν ήδη κάνει την επέμβαση χωρίς να παρουσιάσουν οποιοδήποτε πρόβλημα.
Όταν όμως ο Άμον άρχισε να υποβάλλεται σε εξετάσεις, ενημερώθηκε ότι ήταν υπερβολικά νέος για να γίνει δωρητής (ή έστω πωλητής) νεφρού. Αυτό όμως δεν σταμάτησε τους επαγγελματίες υγείας από το να προχωρήσουν με την επέμβαση, μεταμοσχεύοντας τον νεφρό του σε μία γυναίκα από τη Σομαλία. Όσο για τον ίδιο, αφού υπέγραψε συμβόλαια στα αγγλικά, μία γλώσσα που δεν ομιλεί, και μετά από μόλις μερικές ημέρες ανάρρωσης, οι γιατροί τον έστειλαν σπίτι. Έλαβε 4.000 δολάρια αντί για 6.000, όπως του είχαν υποσχεθεί, με τα οποία χρήματα ήλπιζε να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και να δουλέψει ως οδηγός ταξί. Τελικά, το όχημα που αγόρασε σύντομα παρουσίασε βλάβη, ενώ παράλληλα και το σώμα του άρχισε να εμφανίζει ανησυχητικά σημάδια.
Η μητέρα του έμαθε για την κατάσταση του γιου της μόνο όταν λιποθύμησε και χρειάστηκε να τον μεταφέρει εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Εκεί έμαθε για τις ζαλάδες και τους πόνους στο υπογάστριο που τον ταλαιπωρούσαν.

Τώρα, ο Άμον αδυνατεί να σηκώσει βαριά αντικείμενα και να συμμετάσχει σε χειρονακτική εργασία. Οι επιπτώσεις στην ψυχική του υγεία ήταν εξίσου δραματικές. «Νιώθω ότι μισώ τον εαυτό μου», εξομολογείται.
Το παράδειγμα του Άμον Κιπρούτο Μέλι, αν και σοκαριστικό, δεν είναι μοναδικό. Ιστορίες σαν αυτή επαναλαμβάνονται σε πολλές περιοχές της Κένυας. Ενδεικτικά, στην κωμόπολη Oyugis των 50.000 κατοίκων, ο ερευνητής Willis Okumu διαπίστωσε ότι πάνω από 100 άνθρωποι είχαν πουλήσει από έναν νεφρό. Πολλοί από αυτούς τους δότες εργάζονται πλέον ως μεσάζοντες και στρατολόγοι για το κύκλωμα, λαμβάνοντας 400 δολάρια για κάθε νέο δότη που φέρνουν.
Ποιος είναι πίσω από το δίκτυο εμπορίας νεφρών
Πώς έφτασε λοιπόν το Έλντορετ να γίνει κόμβος ενός διεθνούς κυκλώματος εμπορίου οργάνων;
Η έρευνα, που δημοσιοποιήθηκε στα μέσα Απριλίου 2025, αποκάλυψε ότι καθοριστικό ρόλο είχε η ιδιωτική κλινική Mediheal, η οποία ήδη από το 2020 είχε θεωρηθεί ως ύποπτο προπύργιο εμπορίας οργάνων από τον τοπικό Τύπο.

Από εκεί, τα ίχνη οδηγούσαν σε μια εταιρεία-μεσάζοντα, η οποία διατηρούσε μία ιδιαίτερα προσεγμένη ιστοσελίδα όπου υπόσχονταν ταχύτατες μεταμοσχεύσεις νεφρού έναντι αμοιβής. Η δημοσιογραφική ομάδα εντόπισε ότι η ιστοσελίδα της εταιρείας, ονόματι Medlead, παρουσιαζόταν ως συμβουλευτική υπηρεσία υγείας, με έδρα στη Βαρσοβία, αλλά τα στοιχεία επικοινωνίας της ήταν ψευδή. Οι ενδιαφερόμενοι ασθενείς, αφού συμπλήρωναν μία φόρμα ηλεκτρονικά, κατευθύνονταν σε συνομιλία μέσω WhatsApp με έναν εκπρόσωπο που χρησιμοποιούσε μόνο ένα μικρό όνομα.
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, πίσω από τη Medlead βρισκόταν ο Ρόμπερτ Σπολάνσκι, ένας Ισραηλινός επιχειρηματίας που έχει απασχολήσει επί χρόνια τις αρχές για υποθέσεις εμπορίας οργάνων. Ο Σπολάνσκι, ένας πρώην bodybuilder όπως οι αναρτήσεις του στα social media φροντίζουν να υπενθυμίζουν, είχε εξαφανιστεί από το Ισραήλ το 2013, όταν άρχισαν έρευνες εις βάρος του, και φέρεται να διέφυγε στην Ταϊλάνδη και κατόπιν στην Τουρκία.
Τελικά φαίνεται ότι στην Κένυα βρήκε ιδανικό έδαφος για να ξεκινήσει και πάλι την παράνομη δραστηριότητά του, αν και για να το καταφέρει θα χρειάζονταν και τη συνεργασία τοπικών παραγόντων.

«Αυτοί οι άνθρωποι έχουν φίλους στο σύστημα, πολύ ισχυρούς φίλους»
Στην Κένυα, η Mediheal ιδρύθηκε και διοικείται από τον Δρ. Σουαρούπ Ράντζαν Μίσρα, έναν γιατρό ινδικής καταγωγής που εγκαταστάθηκε στην αφρικανική χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο Μίσρα εξελίχθηκε σε επιφανή επιχειρηματία της υγείας, δημιούργησε αλυσίδα κλινικών και αργότερα διετέλεσε βουλευτής για το διάστημα 2017-2022. Όπως αναφέρει η DW, ο Μίσρα διατηρεί στενούς δεσμούς με τον πρόεδρο της χώρας, Γουίλιαμ Ρούτο, ο οποίος το 2024 τον διόρισε επικεφαλής του κρατικού Ινστιτούτου BioVax.
Η εξέχουσα θέση του Μίσρα στους επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους, καθώς και οι στενές του σχέσεις με ανώτατα κυβερνητικά στελέχη, υποδηλώνουν ότι είχε σημαντική και πολυεπίπεδη επιρροή στη χώρα. Ενδεικτικά, ένας αξιωματικός της αστυνομίας που μίλησε ανώνυμα στους δημοσιογράφους ανέφερε πως κάθε φορά που προσπάθησε να ερευνήσει καταγγελίες για εμπόριο οργάνων στην περιοχή του Έλντορετ, συνάντησε εμπόδια. «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν φίλους στο σύστημα, πολύ ισχυρούς φίλους» είπε χαρακτηριστικά, ενώ όταν ρωτήθηκε ευθέως αν αναφέρεται σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, ο αστυνομικός απλώς έγνευσε καταφατικά. Ερωτηθείς αν πιστεύει ότι η ζωή του θα βρισκόταν σε κίνδυνο σε περίπτωση που ερευνούσε περαιτέρω την υπόθεση, έδωσε την ίδια, απλή απάντηση.
Dr Swarup Mishra: In the name of God, I swear I am not guilty. Mediheal has never been involved in any form of organ trafficking. pic.twitter.com/roatu24AE4
— City Mirror (@citymirrorKE) April 23, 2025
Ο Δρ. Μίσρα και η διοίκηση του νοσοκομείου αρνούνται κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή σε παράνομες πρακτικές. Μέσω του δικηγόρου τους, Κατβά Κίγκεν, χαρακτήρισαν ανυπόστατους τους ισχυρισμούς περί κυκλώματος εμπορίας οργάνων και υποστηρίζουν ότι όλες οι μεταμοσχεύσεις στο Mediheal πραγματοποιούνται με αυστηρή τήρηση των διεθνών ιατρικών πρωτοκόλλων και δεοντολογίας.
«Δεν συμμετέχουμε σε κανένα παράνομο κύκλωμα και δεν έχουμε καμία εμπλοκή σε εγκληματικές πράξεις σχετικές με μεταμοσχεύσεις νεφρών» δήλωσε ο νομικός εκπρόσωπος του νοσοκομείου, προσθέτοντας ότι η κλινική λειτουργεί ως πάροχος ιατρικών υπηρεσιών και δεν αναμειγνύεται, όπως λέει, στο πώς συναντιούνται και συμφωνούν μεταξύ τους οι δότες με τους λήπτες.
Οι λήπτες των μοσχευμάτων γνωρίζουν ότι παρανομούν
Πράγματι, όπως αποκάλυψαν ορισμένοι παραλήπτες νεφρών και συγγενείς τους στην κλινική, έπρεπε να υπογράψουν ότι το μόσχευμα έρχεται από κάποιον μακρινό συγγενή τους που έτυχε να βρίσκεται στην Αφρική. Καθώς αν ο νεφρός έχει δοθεί εις αντάλλαγμα για χρήματα, τότε πρόκειται για ξεκάθαρη περίπτωση εμπορίου οργάνων.
Οι ασθενείς αυτοί, από χώρες όπως η Γερμανία, το Ισραήλ, η Ρωσία και οι ΗΠΑ, καθώς και πλούσιοι Σομαλοί της διασποράς, έχουν χαρακτηριστεί «μεταμοσχευτικοί τουρίστες». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η Medlead φιλοξενούσε τους ξένους ασθενείς στο τετράστερο Eka Hotel του Έλντορετ, φροντίζοντας να τους παρέχει άνεση και διακριτικότητα. Οι μελλοντικοί λήπτες κρατούνταν κυρίως εντός του ξενοδοχείου υπό στενή επίβλεψη, τόσο για λόγους υγείας όσο και για να μη κινούν υποψίες, όπως έγινε όταν δημοσιογράφος της DW βρέθηκε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου και εντόπισε αρκετούς λευκούς ανθρώπους. Ορισμένοι, μάλιστα, έμοιαζαν πολύ αδύναμοι.
Αρκετοί συνοδοί ασθενών παραδέχθηκαν στους δημοσιογράφους ότι θεωρούν δεδομένο πως οι δότες πληρώνονται. «Κανείς δεν δίνει νεφρό έτσι, χωρίς αντάλλαγμα» είπε χαρακτηριστικά ένα ζευγάρι από τη Ρωσία. Ένας άνδρας από το Ισραήλ, καθώς προετοιμαζόταν για αιμοκάθαρση, χαρακτήρισε την όλη διαδικασία «λίγο ύπουλη». «Στα χαρτιά υποτίθεται ότι δεν πληρώνεις, αλλά φυσικά πληρώνεις» είπε, εξηγώντας πως οι ασθενείς υπογράφουν έγγραφα ισχυριζόμενοι ψευδώς ότι ο δότης είναι συγγενής τους για να φαίνεται επίσημα νόμιμο το μόσχευμα. Ένας πρώην εργαζόμενος της κλινικής επιβεβαίωσε ότι αυτές οι ψευδείς δηλώσεις συγγένειας ήταν κάτι το συνηθισμένο στο Mediheal όταν πρόκειται για μεταμοσχεύσεις αλλοδαπών.

Μία άλλη γυναίκα από το Ισραήλ, ηλικίας 51 ετών, κατέβαλε περίπου 200.000 ευρώ για μία μεταμόσχευση νεφρού στην Κένυα, η οποία όμως «δεν έπρεπε ποτέ να έχει πραγματοποιηθεί», όπως είπε, καθώς εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι η συμβατότητά της με τον δότη ήταν ανεπαρκής. Μάλιστα, σε έγγραφο εργαστηριακών εξετάσεων βρέθηκε μία σημείωση που έγραφε: «No match» («μη συμβατό»), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι υπεύθυνοι προχώρησαν στην εμφύτευση του νεφρού παρά τον ιατρικό κίνδυνο. Τελικά, η ασθενής αυτή υπέστη απόρριψη του μοσχεύματος και σοβαρές επιπλοκές.
Υποψίες για εμπόριο οργάνων υπήρχαν εδώ και χρόνια, αλλά αγνοήθηκαν
Το 2023, αφού έγιναν πολλαπλές αναφορές για ύποπτες μεταμοσχεύσεις στην Κένυα, το υπουργείο Υγείας της χώρας ανέθεσε σε ειδική επιτροπή να πραγματοποιήσει επιθεώρηση στην κλινική Mediheal. Το πόρισμα αυτό δεν δόθηκε ποτέ επίσημα στη δημοσιότητα, ωστόσο αντίγραφό του περιήλθε στην κατοχή των δημοσιογράφων που διερευνούσαν την υπόθεση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από το έγγραφο, οι επιθεωρητές διαπίστωσαν ότι έγιναν πληρωμές σε μετρητά για μεταμοσχεύσεις σε αλλοδαπούς ασθενείς και χαρακτήρισαν τις πρακτικές αυτές «ενδεικτικές παράνομης διακίνησης οργάνων».

Παρ’ όλα αυτά, το πόρισμα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την άμεση αναστολή της λειτουργίας του νοσοκομείου, εισηγούμενο αντ’ αυτού περαιτέρω έρευνα από την αστυνομία και νέα επιθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο.
Περισσότερο από έναν χρόνο αργότερα, καμία ουσιαστική ενέργεια δεν είχε γίνει. Μόνο μετά την πρόσφατη δημοσιοποίηση της υπόθεσης από διεθνή μέσα ενημέρωσης ξεκίνησε κινητοποίηση. Ο πρώην πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κένυας, Ντέιβιντ Μαράγκα, επέκρινε ανοιχτά την κυβέρνηση, κάνοντας λόγο για «σιωπηλή αποδοχή» μιας κατάστασης που όλοι γνώριζαν και κανείς δεν άγγιζε. Το θέμα αναδείχθηκε σε μείζον εσωτερικό σκάνδαλο, οδηγώντας το κοινοβούλιο να ξεκινήσει ακροάσεις για την υπόθεση.
Η αντίδραση της κυβέρνησης στα νέα δημοσιεύματα
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Δρ. Σουαρούπ Μίσρα, καθώς και δύο υψηλόβαθμους αξιωματούχους του υπουργείου Υγείας, τον Δρ. Μόρις Ουακουαμπούμπι, επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Μεταμοσχεύσεων, και τη Δρ. Έβελιν Τσέγκε, η οποία ήταν υπεύθυνη για την πρώτη επιτροπή επιθεώρησης.

Παράλληλα, η υπόθεση της Κένυας έχει αναζωπυρώσει διεθνώς τις συζητήσεις γύρω από τον λεγόμενο «τουρισμό μεταμόσχευσης», ένα φαινόμενο κατά το οποίο πλούσιοι ασθενείς ταξιδεύουν σε φτωχότερες χώρες για να προμηθευτούν όργανα παράνομα. Η Κένυα είναι από το 2008 υπογράφουσα της Διακήρυξης της Κωνσταντινούπολης, που θεσπίζει κανόνες ηθικής για τις μεταμοσχεύσεις, όμως είναι προφανές ότι η εφαρμογή τους παραμένει τουλάχιστον ανεπαρκής. Όπως υπογράμμισε ο Τόμας Μίλερ, πρόεδρος της διεθνούς επιτροπής παρακολούθησης της Διακήρυξης, η Κένυα αποτελεί «τη μεγαλύτερη ανησυχία» στον παγκόσμιο χάρτη του εμπορίου οργάνων.
Όμως όσο εξακολουθούν να υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που χρειάζονται απεγνωσμένα είτε χρήματα είτε για αυτούς ζωτικά όργανα, χωρίς έναν ξεκάθαρο τρόπο να τα αποκτήσουν στο σύντομο μέλλον, τότε φαντάζει πιθανό το φαινόμενο να εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες. Αν, φυσικά, αυτό δε συμβαίνει ήδη.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle, Der Spiegel, ZDF