Οι μεγαλύτερες παρεξηγήσεις και τα «μα τι απέγινε ο τάδε σκηνοθέτης» ή «πώς κατάντησε έτσι ο δείνα δημιουργός» συχνά προκύπτουν λόγω εσφαλμένης αποτίμησης της ταινίας που γέννησε τις απαιτήσεις για τον τάδε και το δείνα. Kαι όταν λέμε «εσφαλμένη», δεν εννοούμε αυτό που η σοσιομιντιακή σφαίρα λογαριάζει ως «υπερεκτίμηση» του σκηνοθέτη – χώρια που η τελευταία αναφέρεται και εξαντλείται στο προσωπικό γούστο του εκάστοτε φωνασκούντος· αναφερόμαστε στην κατανόηση του στόχου και του τρόπου μιας ταινίας.
Ο Αυστραλός Σον Μπερν είναι μια τέτοια περίπτωση. Το 2009 το Loved Ones χαρακτηρίστηκε, μυστηριωδώς, από την κριτική ως σκεπτόμενη άσκηση ύφους, ίσως επειδή κολυμπούσε στα νερά του torture porn, αλλά άνευ σοβαροφάνειας και με χαρακτηρολογική μέριμνα που δεν συναντούσες στην πλειονότητα των εκπρόσωπων αυτού του (ευτυχώς βραχύβιου) υποείδους. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μια περίπτωση μεταμεσονύκτιου χαβαλέ που πάντρευε το torture porn με το σινεμά του Τζον Χιουζ. Δεν υπήρχε τίποτε πίσω από την πασπαλισμένη με γκλίτερ επιφάνεια, αλλά περνούσες καλά.
Έξι χρόνια μετά, ο Μπερν επιχείρησε μια metal παραλλαγή στο μοτίβο του δαιμονισμού με το «Devil’s Candy», μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα δημιουργία αισθητικά, και πάλι άνευ περιεχομένου ουσιαστικά. Η ταινία πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, με το γενικό consensus τα επόμενα χρόνια να συνοψίζεται σε ένα «ωραίο, αλλά άδειο», λες και το Loved Ones ήταν το Innocents του Τζακ Κλέιτον ή το Others του Αμενάμπαρ. Δέκα χρόνια μετά, λόγω της μακράς απουσίας, χάρη στην καλή πίστη που γέννησε η (είπαμε, εσφαλμένη) αποτίμηση του Loved Ones, πιθανότατα και σε έναν καλό seller, το Dangerous Animals βρέθηκε στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών. Για εμάς, καλά έκανε, μα αν είναι έτσι, κακώς σκηνοθέτες όπως ο Ζομ Κολέ-Σέρα δεν έχουν συμπληρώσει ήδη πέντε συμμετοχές στην Κρουαζέτ.
Στην ταινία ο Μπερν παντρεύει και πάλι δύο είδη, τα θρίλερ με καρχαρία, υποείδος που γεννήθηκε χάρη στη δυναμική του ανυπέρβλητου Jaws, και εκείνα με serial killer. Θες, όμως, επειδή θεώρησε τον βραδύκαυστο ρυθμό του Devil’s Candy τον λόγο της αποτυχίας του, θες επειδή δεν θέλει να περάσει άλλα δέκα χρόνια στον «πάγο», ο Αυστραλός αλλάζει δημιουργική φιλοσοφία, κλίνοντας προς την κακή πλευρά του multiplex-άδικου τρόμου, εκείνη που πασχίζει να πολλαπλασιάσει τα jump scares με το στανιό μέσω παρεμβατικού score. Στο πλαίσιο της ελαφρότητας και του παιγνιώδους τόνου παραγράφεται το αμάρτημα, καταπίνεται και το φριχτό CGI, άλλωστε ο Αυστραλός σκηνοθέτης κλείνει διαρκώς το μάτι στο κοινό μέσω μιας μακάβριας αίσθησης χιούμορ και μιας συχνούς υπενθύμισης της συνενοχής του στο «έγκλημα». Ωστόσο, όσο περνά η ώρα, γίνονται φανερά και τα όρια του Μπερν στο επίπεδο της εξυπηρέτησης του είδους. Τα ευρήματα επαναλαμβάνονται –μετά την τρίτη φορά, η ανατροπή της αίσιας κατάληξης της απόδρασης παύει να έχει πλάκα–, τα λογύδρια του Τζέι Κόρτνεϊ δεν έχουν την ταραντινική σπιρτάδα στην οποία στόχευε ο Αυστραλός δημιουργός και η ταινία παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Τουλάχιστον, έχει εκπληρώσει στο μεταξύ τα στοιχειώδη μιας ξέγνοιαστης θερινής προβολής – πάντα για τους φαν του είδους.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0