Ο Τορνατόρε βρίσκει τον εαυτό του μετά τους βαρετούς πλατειασμούς του Μπααρία και κάνει μια ταινία που θυμίζει Χίτσκοκ, Φίντσερ, ξώφαλτσα Σκορσέζε και... Τορνατόρε, αφού το γοτθικό μυστήριο παραπέμπει στον Βρετανό μαέστρο την περίοδο που κορυφώθηκε με τη Ρεβέκκα, η λοξή, πικρή ένταση δανείζεται ήπια κάτι από τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο Φίντσερ, το πρώιμο ρομπότ automaton και τα τεράστια ρολόγια είναι σαν να βγήκαν από το Hugo και, βέβαια, η μοναξιά, η συντριβή και η παρατεταμένη συγκίνηση φέρνουν στον νου τα πάντα που έχει ήδη κάνει ο Τορνατόρε, από το Σινεμά ο Παράδεισος μέχρι τον Θρύλο του 1900. Κυρίως ο μεγάλος Τζέφρι Ρας, με την προσωπικότητά του, εξισορροπεί το παράδοξο των πολλών και αποκλειστικά αγγλόφωνων χαρακτήρων μέσα στην καρδιά της Ρώμης και άλλων πόλεων της Ιταλίας, από την Τεργέστη μέχρι τη Βενετία. Ο γαντοφορεμένος, αντισηπτικός Βέρτζιλ είναι συλλέκτης, συνεπώς έχει ένα έλλειμμα που θέλει να αναπληρώσει με τα γυναικεία πορτρέτα που μαζεύει και θαυμάζει από μακριά, χωρίς να λερώνεται από άγγιγμα και δέσμευση. Ο καχύποπτος μισάνθρωπος «την πατάει» από μια γυναίκα-φάντασμα που αναδιπλώνεται στα ψέματά της και του πετάει ψιχία βασανισμένης εξομολόγησης. Ο Τορνατόρε κάμπτει τις αντιστάσεις του μουσειακού Βέρτζιλ και τον εμπλέκει όλο και πιο βαθιά σε έναν σύγχρονο λαβύρινθο, την ίδια στιγμή που τροφοδοτεί τον θεατή με αυξανόμενες αμφιβολίες για την αλήθεια. Το κάνει με σιγουριά, μετατρέποντας το φιλμ σε ένα μεγαλεπήβολο, πονηρό φιλμ-νουάρ που αναδίδει αυστηρότητα και επιτήδευση. Η μοιραία, για τον Βέρτζιλ, κοπέλα, η Κλερ, δεν ευτυχεί στην επιφανειακή και μονότονη ερμηνεία της Σίλβια Χοκς, ενώ ο Ντόναλντ Σάδερλαντ, αν και σύντομος, είναι εξαιρετικά περιεκτικός.