Ο Ντον Σίρλεϊ δεν έμοιαζε με κανέναν από τους βιρτουόζους Αφροαμερικανούς τζαζ πιανίστες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (ο Όσκαρ Πίτερσον, ο Κάουντ Μπέισι και ο Μπαντ Πάουελ έρχονται αμέσως στον νου): έχοντας στέρεες σπουδές και μεγάλο ταλέντο από πολύ μικρός, επέμεινε στους κλασικούς και τους απέδιδε με γνώση και δεξιοτεχνία, αναπτύσσοντας ευδιάκριτο στιλ.

 

Στην ταινία του Πίτερ Φαρέλι, των αδελφών Φαρέλι του Κάτι Τρέχει με τη Μαίρη και Ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος, ένας Ιταλοαμερικανός, ο Τόνι Λιπ, τον συναντά στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, στον πρώτο όροφο του εμβληματικού Κάρνεγκι Χολ (εκεί διέμενε, υπότροφος και οικότροφος του συστήματος αξιοποίησης καλλιτεχνών που είχε προβλέψει στο κληροδότημά του ο φιλότεχνος μεγιστάνας), για να περάσει ακρόαση για τη θέση του οδηγού στην περιοδεία που ο Σίρλεϊ και η δισκογραφική του εταιρεία είχαν κανονίσει στον αμερικανικό Νότο.

 

Ο Λιπ ήταν σκληρό καρύδι, ένας πρώιμος τσεκαδόρος, παιδί του δρόμου και εξπέρ στις δουλειές του ποδαριού για να ζήσει τη φαμίλια. Ο Σίρλεϊ χρειαζόταν έναν αποτελεσματικό συνοδό, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η τουρνέ στις άκρως ρατσιστικές περιοχές δεν θα ήταν παιχνιδάκι, όσο κι αν οι πλούσιοι που τον καλούσαν καμώνονταν πως δεν είναι απάνθρωποι κάφροι, όπως οι εχθρικοί γείτονές τους.

 

Σε αυτήν την ανάποδη εκδοχή του «Σοφέρ της κυρίας Ντέιζι» τον κύριο λόγο έχει η σχέση των δύο ανδρών, όπως εξελίσσεται από την τυπική, επαγγελματική συναναστροφή τους σε road trip κατανόησης και αμοιβαίας προσέγγισης, συμβολικής και ουσιαστικής.

 

Σε αυτήν την ανάποδη εκδοχή του Σοφέρ της κυρίας Ντέιζι τον κύριο λόγο έχει η σχέση των δύο ανδρών, όπως εξελίσσεται από την τυπική, επαγγελματική συναναστροφή τους σε road trip κατανόησης και αμοιβαίας προσέγγισης, συμβολικής και ουσιαστικής.

 

Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Φαρέλι σταματά σε όλα τα φανάρια, αναγνωρίζοντας τα σήματα του ρατσισμού της εποχής – τα δηλώνει εμφατικά, και φυσικά, μέσα από την αφήγηση, τα καταδικάζει.

 

Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, που η οικογένεια του Τόνι Λιπ Βαλελόνγκα καλλιέργησε ως προειδοποιητικό μύθο (ο γιος του εμπλέκεται στην παραγωγή), ενώ οι λίγοι συγγενείς του Σίρλεϊ ενίστανται, υποστηρίζοντας πως ο πιανίστας ουδέποτε εξέλαβε τη σχέση των δύο ως φιλία, η ταινία είναι ένα καλοφταιγμένο ματς ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους, χρησιμοποιώντας τον φυλετικό διαχωρισμό ως φόντο.

 

Μπορεί κάτι τέτοιο να είναι σχεδόν ανεπίτρεπτο για μια παραγωγή του 21ου αιώνα, έστω και αν πραγματεύεται μια ιστορία που εκτυλίχτηκε το 1962, αλλά το Πράσινο Βιβλίο (που ήταν ένα φυλλαδιάκι, εγχειρίδιο των μαύρων εκδρομέων στον Νότο του '60, αν επιθυμούσαν να αποφύγουν τις παγίδες και τις κακοτοπιές) διαθέτει εξαιρετικά συγκινητικές και δυνατές στιγμές.

 

Εκτός από γλυκόπικρο, feelgood και «παρακολουθήσιμο», γίνεται σκληρό και εμπνευσμένο, χάρη στην αφοσίωση του Βίγκο Μόρτενσεν και του Μαχέρσαλα Άλι. Ο νικητής του Όσκαρ για το Moonlight παίζει έναν επηρμένο άρχοντα, θυμωμένο και στριμωγμένο, με καθηλωτική χρήση της γλώσσας και της στάσης του σώματος, που κάνει κάθε λέξη και βλέμμα να αντηχούν με νόημα. Μια από τις ερμηνείες της χρονιάς, πραγματικά αξέχαστος – χωρίς να επισκιάζει στο ελάχιστο τη δουλειά του Μόρτενσεν.