Στο Iron Man 3 ο εκκεντρικός και ιδιοφυής βιομήχανος Tόνι Σταρκ θα αναμετρηθεί με τον χειρότερο μέχρι τώρα εχθρό του, τον σατανικό Μανδαρίνο. Όταν ο κόσμος του απειλείται, ο Iron Man ξεκινάει μια εξαντλητική έρευνα για να βρει τους υπεύθυνους. Στο ταξίδι αυτό το κουράγιο του δοκιμάζεται, αφού πρέπει να τα βγάλει πέρα ολομόναχος με μοναδικό όπλο την επινοητικότητά του. Έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου και ο Tony Stark θα δώσει επιτέλους απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολεί χρόνια τώρα: «Τι είναι αυτό που μετράει; Η στολή ή ο άνθρωπος που τη φοράει;».

Το Iron Man είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στον κόσμο των κόμικς: διατηρεί τα χαρακτηριστικά της φανταστικής υπερβολής, καθώς και τον πατριωτισμό που αναπόφευκτα φέρουν οι Εκδικητές της Marvel (τέκνα της ανασύστασης μετά τον Πόλεμο), αλλά γειώνεται απολαυστικά και ρεαλιστικά από τον πρωταγωνιστή, τον καλύτερο που ενσάρκωσε τέτοιο χαρακτήρα. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι ο νεότερος έχει εγγενή γνώση του κόσμου (της πιάτσας) και του πόνου, δείχνει να έχει αφομοιώσει ενστικτωδώς την ομιχλώδη καταγωγή του ήρωα, με όλα τα προβλήματα υγείας που του δίνουν το τίναγμα προς την επιβίωση όποτε έρχεται κοντά στον θάνατο και, κυρίως, δεν χάνει το χιούμορ του ή, καλύτερα, το επιδιώκει ως βασικό όπλο επαφής με τους ανισόρροπους εγκληματίες ή τους ανθρώπους που αγαπά, όπως οι φίλοι του και η Πέπερ Ποτς, ο έρωτας της ζωής του, που εδώ εξελίσσεται σε κάτι σημαντικό και δραματουργικά - υποψιάζομαι πως έγινε για πρακτικούς λόγους, μια και η Πάλτροου ξεπέρασε το καθεστώς ημι-απασχόλησης λόγω λοχείας και τώρα δουλεύει κανονικά ωράρια. Ανεξαρτήτως, το τρίτο μέρος της σειράς βρίσκεται σε μετάβαση μετά το μέτριο προηγούμενο και το ορμητικό πρώτο επεισόδιο. Ο Τόνι Σταρκ φαίνεται να έχει κολλήσει σε μια ζωή χωρίς πραγματικές προκλήσεις και υποθέτουμε πως το κράτος και η κοινωνία, δηλαδή οι ενοχλητικοί δύσπιστοι και οι ενθουσιώδεις φαν του αντίστοιχα, έχουν πλέον συνηθίσει τις εκκεντρικές του εκρήξεις και την αφοσίωσή του και δεν τον αμφισβητούν. Πονηρά, το σενάριο μας οδηγεί στην απειλητική παρουσία ενός φανατικού Μπιν Λαντεν-ίσκου, του Μανδαρίνου, ο οποίος εκβιάζει και εκφοβίζει με θεατρικότητα και πειθώ που κάνει τους πάντες να τον πάρουν στα σοβαρά, έστω και αν κάποιος άλλος κρύβεται πίσω από τα τηλεοπτικά του μηνύματα. Δεν θα πω άλλα, γιατί θα χαλάσω την δουλειά που έχει κάνει πίσω από τον ρόλο ο Μπεν Κίνγκσλεϊ, σπαρταριστά διφορούμενος πίσω από τη μάσκα του φασαριόζου φονταμενταλιστή που υποδύεται κανονικά. Με το χιούμορ και τη μετατόπιση της δράσης σε διαφορετικά σκηνικά, η ταινία κινείται χωρίς προβλήματα, παρά τις δύο και πλέον ώρες διάρκειάς της, τοποθετώντας στο κέντρο την εντυπωσιακή ισοπέδωση της κρεμαστής έπαυλης του Σταρκ και της Ποτς. Ο Ντάουνι παίζει λιγότερο πάνω στις μεταπτώσεις του θυμικού, δίνοντας έμφαση σε μια αδιόρατη μοναξιά, κάτι ανάμεσα σε ανία και έλλειψη πραγματικού κινήτρου. Το κάνει με σβελτάδα και ευθύτητα, εκστομίζοντας έξυπνες ατάκες και υπονομεύοντας τη σοβαροφάνεια που ευαγγελίστηκαν, με ομολογουμένως απίστευτη εισπρακτική ανταπόκριση, οι τρεις Μπάτμαν του Κρίστοφερ Νόλαν. Ο Ντάουνι δεν ξεχνά ποτέ πως καταπιάνεται με έναν χάρτινο χαρακτήρα που ξεκινάει από τη φαντασία και παίρνει ψυχή και όσες διαστάσεις του αναλογούν, χωρίς να εφάπτεται απόλυτα με τον πραγματικό κόσμο.