Δυο άνθρωποι ερωτευμένοι, ηλικιωμένοι, αποκλεισμένοι στο σπίτι τους, στο έλεος του χρόνου, της φθοράς και του θανάτου, πολιτισμένοι και όσο γίνεται ευθυτενείς, αυτάρκεις από επιλογή, περήφανοι κι ευάλωτοι. Απλά πράγματα, που γίνονται σπαρακτικά μέσα στην καθαρότητα της ματιάς του Χάνεκε, στην ταινία που δηλώνει αντί να ρωτάει, που αποδέχεται την ύψιστη βία αντί να τριγυρνά στις αιτίες της, που ξετυλίγεται γραμμικά αντί να λοξοδρομεί, και που τελικά αναστατώνει βαθιά διότι δεν έχει τίποτε να κρύψει.

 

Στην καθημερινότητα του ζευγαριού που παλεύει ανάμεσα στην αγριάδα του θανάτου, στο ένστικτο της επιβίωσης και στην ψυχραιμία της αστικής αξιοπρέπειας παρεμβάλλονται σημαντικές επισκέψεις από δύο πρόσωπα, τις οποίες ο Χάνεκε σκηνοθετεί, όπως άλλωστε ολόκληρη την ταινία, με μαεστρική λιτότητα: από την κόρη (Ιζαμπέλ Ιπέρ), που προσπαθεί να ελέγξει τη θλίψη της για την κατάρρευση της μάνας και να περάσει, κάπως πιεστικά, την αμφιβολία της για την πρακτικότητα και την ορθότητα της νοσηλείας στο σπίτι, και από τον αγαπημένο μαθητή της Αν, τον Αλεξάντρ (τον υποδύεται ο εξπέρ σε έργα Σοπέν και Ραβέλ, Αλεξάντρ Ταρό), ο οποίος βρίσκει καταφύγιο στο πιάνο για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στη δασκάλα, ελπίζοντας πως τουλάχιστον θα χαρεί για λίγο για το δώρο ζωής που του είχε προσφέρει με τις γνώσεις της και, παράλληλα, συγκρατώντας τη συντριβή του.

 

Σταθερός στην άποψή του για τις ανθρώπινες σχέσεις, ο Χάνεκε δεν πιστεύει σε αισθήματα που κινδυνεύουν από περιττό λυρισμό. Έτσι, ο Ζορζ δεν τρέφει με φρούδες ελπίδες την Αν και δεν την κανακεύει μόνο και μόνο επειδή είναι ανήμπορη. Γι’ αυτόν η αγάπη είναι ο μοναδικός Θεός σε μια συμβιωτική ένωση που διαρρηγνύεται με ρυθμούς βασανιστικούς.

 

Επιστρέφοντας στο σινεμά μετά από πολυετή αποχή, αποκλειστικά για χάρη του Χάνεκε, ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν ορθώνει το ανάστημά του, παρά τις εμφανείς δυσκολίες που έχει προκαλέσει και σε αυτόν η μεγάλη του ηλικία, και κοιτάζει στα μάτια με ευγένεια, τρυφερότητα αλλά και απαρασάλευτη αποφασιστικότητα την πλέον σκληρή και αναξιοπρεπή κατάντια του ανθρώπου. Και η Εμανουέλ Ριβά, πάντα όμορφη, χαρίζει στο σινεφίλ κοινό έναν ρόλο που θα συντροφέψει την αξέχαστη εμφάνισή της στο Χιροσίμα Αγάπη μου, μισό αιώνα αργότερα.