Η Νάνσι Στόουκς είναι χήρα εδώ και λίγα χρόνια. Δίδασκε θρησκευτική αγωγή σε μαθήτριες της μέσης εκπαίδευσης και έχει συνταξιοδοτηθεί. Έχει δυο ενήλικα παιδιά. Βρίσκει τον γιο της βαρετό και την κόρη της σχεδόν ανυπόφορη. Τους αγαπάει, προς αποφυγή παρεξήγησης, όπως και τον σύζυγό της, αν και μαζί του έκανε σεξ με έναν και μοναδικό τρόπο όλη της τη ζωή.

 

Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος της άνδρας, τουλάχιστον μέχρι τώρα, και υπήρξε υποδειγματική σύζυγος, πιστή στα κοινωνικά της καθήκοντα. Θα μπορούσε να συνεχίσει μετά τον θάνατό του, ενδίδοντας στις προτάσεις κάποιων συνομηλίκων της. Ωστόσο, της αρέσουν οι νεότεροι άνδρες. Και κάτι ακόμη: δεν έχει νιώσει ποτέ οργασμό. Όλες αυτές τις λεπτομέρειες που συνοψίζουν τη ζωή της τις εξομολογείται σε έναν παντελώς άγνωστο σεξεργάτη, τις υπηρεσίες του οποίου έχει πληρώσει με το υστέρημά της, «νοικιάζοντας» τον για μια συνεδρία.

 

Ο Λίο Γκράντε την ακούει χωρίς να την κρίνει και είναι πρόθυμος να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της χωρίς να αισθάνεται έξτρα πίεση για το «κενό» που του εμπιστεύτηκε. Εκεί που πραγματικά σπάει ο όμορφος, πράος, γεμάτος αυτοπεποίθηση Αφρο-ιρλανδός συνοδός είναι όταν η κυρία Στόουκς ψάχνει το κάτι παραπάνω, το βαθύ κομμάτι της ψυχής του που δεν είναι ορατό μέσα από τους επαγγελματικούς τρόπους και τις τέλειες, κυριολεκτικά πληρωμένες απαντήσεις του.

 

Και μπορεί να γνωρίζει πως ξεπερνά τα όρια, αλλά δεν γίνεται να συγκρατήσει την ανθρώπινη περιέργειά της, καθώς και το πεδίο της ηθικής που όλη της τη ζωή μελέτησε και δίδαξε. Την αφορά άμεσα και ισόβια και προσπαθεί να δικαιολογήσει την ακατανίκητη ρήξη με το παρελθόν της, ρωτώντας ουσιαστικά πράγματα που στην περίπτωση της σχέσης της με τον Λίο, είναι αδιακρισία.

 

Όχι ακριβώς δραματικό κινηματογραφικό σωσίβιο μιας ναυαγισμένης γυναίκας που οδεύει στη λήθη της σωματικής συγκίνησης ούτε και κωμωδία πάνω στην επί πληρωμή λαγνεία και στη σοκαριστική διαφορά του σφρίγους από το γήρας, το Καλή Τύχη, Λίο Γκράντε αναβαθμίζει το genre της ενηλικίωσης σε έναν ευχάριστο στοχασμό για την ηθική της αυτοδιάθεσης. Δουλεύοντας πάνω στο σενάριο της κωμικής ηθοποιού και συγγραφέως Κέιτι Μπραντ, η Αυστραλή σκηνοθέτις Σόφι Χάιντ εμπλούτισε με τις προσωπικότητες των ηθοποιών το σχήμα της στερημένης μεσήλικης με τις ενοχές και την απογοήτευση, και του πληρωμένου ζιγκολό με τη βελούδινη φωνή και τους ευγενικούς τρόπους.

 

Η δεξιοτεχνία της Έμα Τόμσον διατηρεί πάντα υψηλό το ενδιαφέρον. Η ευαλωτότητά της στην έκθεση μαζί με τις ενοχές του χαρακτήρα γεννούν αβίαστα αστεία (ούτε φαντάζομαι τι θα συνέβαινε στα χέρια τηλεοπτικής σειράς σε πλατφόρμα…) και η αντίληψη της βρετανικότητας που έχει η κορυφαία ηθοποιός τη βοηθά δραματικά να ανακάμπτει, όποτε η Σούζαν του έργου σκοντάφτει στην αναπόφευκτη αίσθηση του γελοίου.

 

Απ’ την άλλη, ο Ντάριλ Μακόρμακ, με προϋπηρεσία στον Σαίξπηρ και τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες, έχει άνεση και πλαστικότητα, φτιάχνει με τον λόγο του μια επιτηδευμένη φαντασίωση και με σώμα του μια ασπίδα προστασίας που με λεπτές κινήσεις αφήνει να χαραχθεί, ανοίγοντας με το σταγονόμετρο το παράθυρο του παρελθόντος του στο απρόσωπο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου πραγματοποιούνται τα ραντεβού.