Οι ανεξέλεγκτες δηλώσεις του Λαρς φον Τρίερ στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών παραλίγο να τινάξουν στον αέρα την πραγματική διάσταση του ταξιδιού του, δηλαδή την προώθηση μιας υπέροχα φωτογραφημένης, βαθιά σκεπτόμενης κινηματογραφικής εικασίας για τον συσχετισμό του τέλους της Γης και της ψυχής. Μακριά απ’ τους κανόνες της τυπικής επιστημονικής φαντασίας και του κλασικού μελοδράματος, ο Δανός συνέλαβε την κεντρική ιδέα του πλανήτη που απειλεί ν’ αφανίσει το ανθρώπινο είδος ως ένα μπαρόκ bookend, μια ποιητική-οπτική φαντασία που αφοπλίζει και μαγεύει, όπως ακριβώς και η αρχική σκηνή στον Αντίχριστο, με την ασπρόμαυρη απεικόνιση σε αργή κίνηση του καθοριστικού τραγικού περιστατικού με την πτώση του παιδιού.

Στη συνέχεια, ο Νταφόου με την Γκενσμπούργκ μάζευαν τα κομμάτια τους επί δυο ώρες, εξερευνώντας τα όρια του σαδισμού με βιβλικές ψυχικές μεταστάσεις, ενώ στη Μελαγχολία, αμέσως μετά τις αξέχαστες εικόνες ενός κήπου που παραπέμπει στην εκκρεμότητα και τη συμμετρία του Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ, η κάμερα στο χέρι (το πάλαι ποτέ Δόγμα σε χαλαρή εφαρμογή) ελαφραίνειτ η μεταποκαλυπτική μελαγχολία. Δεν είναι ευρέως (συγγνώμη για το λογοπαίγνιο) γνωστό ότι ο Λαρς φον Τρίερ διαθέτει χιούμορ. Και δικαιολογημένα: στις συνεντεύξεις Τύπου η αίσθηση της πλάκας που επιχειρεί κατεβαίνει στο κοινό ως αλαζονεία ή προσβολή και στη μοναδική κωμωδία που προσπάθησε πριν από μερικά χρόνια, το Boss of it all, το 2006, τα έκανε μούσκεμα κι οι θεατές απείχαν. Αυτό δεν σημαίνει πως το χιούμορ μέσα στα δράματά του δεν είναι αποτελεσματικό. Οι ταινίες του συχνά δομούνται όπως ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα, και στο πρώτο απ’ τα δυο μεγάλα κεφάλαια, αυτό του γάμου της Τζαστίν με τον καλόκαρδο Μάικλ (Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ), η αποσύνθεση της τελετής μέσα στο τεράστιο σπίτι όπου η αδελφή και ο γαμπρός της δεξιώνονται τους καλεσμένους διατυπώνεται με χιουμοριστικά σχόλια και άβολα ευτράπελα, χαρακτηριστικά της στραβής ματιάς του Φον Τρίερ στην αυταπάτη της ευτυχίας.

Οικογένεια και φίλοι παρακολουθούν την προβληματική και αρρύθμιστη Τζαστίν ν’ αδυνατεί ν αρθρώσει την παραμικρή ευχαρίστηση στην υποτιθέμενα πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Η Κλερ κι ο Τζον έχουν κουραστεί από την αχαριστία και τα τερτίπια της. Αρνούνται να παραδεχτούν την ψυχική νόσο που επικρέμεται. Μόνο ο πατέρας της καταλαβαίνει, αλλά κι αυτός είναι επιρρεπής στην αντικοινωνική συμπεριφορά: χρόνια χωρισμένος απ’ τη γυναίκα του, δεν σταματάει να επιδεικνύει μια ασεβή, εγωκεντρική συμπεριφορά προς την οικογένειά του. Ο γάμος είναι φιάσκο, ο Λαρς φον Τρίερ δείχνει να ευχαριστιέται τα διαδικαστικά του ρεζιλέματος, και το αποτυπώνει σαν σκανδιναβική κομεντί που κρύβεται μέσα σ’ ένα απειλητικό δράμα.

Στο δεύτερο μέρος η αναμονή κλιμακώνεται και οι ψυχές πετούν χαμηλά. Στις ταινίες του Φον Τρίερ μια γυναίκα μόνη παίρνει στους ώμους της το φταίξιμο για τις αμαρτίες των ανδρών, υφίσταται τον εξευτελισμό, κουβαλάει το βάρος του κόσμου. Ο Γολγοθάς είναι δεδομένος, το φινάλε επιφυλάσσει μια ξαφνική αλλαγή υπέρ της αδύναμης κατατρεγμένης και το μελό εξαργυρώνεται σε εκδίκηση. Στη Μελαγχολία τα στοιχεία είναι διαφορετικά. Η Τζαστίν απαλλάσσεται απ’ τα δεσμά του γάμου με θόρυβο, τελεσίδικα και ιλαρά. Όλοι περιμένουμε την επικράτηση της οικογένειάς της. Σταδιακά, ωστόσο, επηρεάζει τους υπόλοιπους, τους μολύνει με την αγωνία της, ενισχύει τους φόβους της Κλερ και κυρίως του Τζον, απογειώνοντας την παράνοιά του.

Αποδεικνύεται πολύ δυνατότερη απ’ ό,τι φανταζόμαστε, αλλά δεν υπάρχει ίχνος θριαμβολογίας ή εκδίκησης στην εξέλιξη του έργου. Η κεντρική αντίπαλός της, η αδελφή της, μοιράζεται το spleen και κουρνιάζει για να περιμένει μαζί της το μοιραίο. Οι κοινές καταβολές τις ενώνουν. Επικρατεί το χειρότερο σενάριο. Μετά από χρόνια κατάθλιψης με κυμαινόμενα αποτελέσματα, ο Λαρς φον Τρίερ είναι ένας (αυθεντικά) πονηρός (αυθεντικά) μοιρολάτρης, που ξέρει να μετατρέπει τον πεσιμισμό του σε τέχνη. Και αυτό ακριβώς κάνει εδώ.

Μπορεί η Μελαγχολία να ξενίσει όσους περιμένουν από αυτόν το σοκ, μια καινούργια ανάγνωση αιώνιων θεμάτων υπό το πρίσμα του εικαστικού αιφνιδιασμού και της θεματικής ανορθογραφίας, αλλά σε αυτή την ταινία, χωρίς να έχει να προσθέσει κάτι ολότελα νέο, παρατηρεί την ψυχή πίσω απ’ τη συμπεριφορά και γνωρίζει πάντα πώς ν’ αποδώσει ατμόσφαιρα και να προκαλέσει ερμηνείες που κατεδαφίζουν τις «υποκριτικές» ασπίδες, όπως αυτές της Κίρστεν Ντανστ, η οποία πρέπει να τον ευγνωμονεί για το δώρο του θάρρους που της έκανε.