Αν θέλουμε να μιλήσουμε επιστημονικά, μόνο στην τυπική, ναρκισσιστική… μετριοφροσύνη του Τοξότη μπορείς να αποδώσεις την επιμονή του Γούντι Άλεν να υποτιμά το Manhattan μέσα στα χρόνια. Ακόμα και τόσες δεκαετίες μετά, στην αυτοβιογραφία του Apropos of Nothing ο σκηνοθέτης αναφέρει ότι η ταινία είναι κατώτερη της φήμης της και επιβεβαιώνει την ιστορία που τον ήθελε τόσο απογοητευμένο με το τελικό αποτέλεσμα όταν τη μόνταρε, ώστε να προτείνει στους παραγωγούς της United Artists να τους γυρίσει μια άλλη ταινία χωρίς αμοιβή, αν δεν βγάλουν το Manhattan ποτέ στις αίθουσες.

 

Ευτυχώς, εκείνοι δεν τον άκουσαν. Η ταινία υπήρξε εμπορική επιτυχία για τα δεδομένα του, έλαβε αποθεωτικές κριτικές και μέχρι σήμερα θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του ‒ και όχι άδικα: η εξομολόγηση της αρχής, το ασπρόμαυρο σινεμασκόπ, τα πυροτεχνήματα, το «Rhapsody in Blue» του Γκέρσουιν, το εμβληματικό (πια) πλάνο με το παγκάκι μπροστά στην Queensboro Bridge. Αν ορίσαμε τη Νέα Υόρκη ως την πιο κινηματογραφική πόλη του κόσμου, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτό εδώ το φιλμ. Κατά τα λοιπά, ως κωμωδία σχέσεων, η οποία διασκεδάζει το δράμα του ανικανοποίητου της ανθρώπινης φύσης μέσα από ξεκαρδιστικά ευφυολογήματα και φιλοσοφικές παρατηρήσεις, το Manhattan είναι απλώς(;) η πλατωνική ιδέα της γουντιαλενικής ταινίας.