Η τρίτη μεγάλου μήκους του Αργεντινού σκηνοθέτη Μπέντζαμιν Ναϊστάτ ξεκινά με ένα πλιάτσικο και τελειώνει με μια γκροτέσκα μεταμφίεση: μετά από πολλές μυθοπλαστικές, ρεαλιστικές και κινηματογραφικές καταγραφές της στυγνής χούντας στη χώρα, η Κόκκινη Έκλειψη είναι, επιτέλους, μια καλλιτεχνική δυνατή ομολογία της ανημπόριας και της συγκάλυψης ενός λαού που δεν είχε τελικά τα κότσια να αντισταθεί σε μια μελανή περίοδο καταστολής και ανελευθερίας, επιλέγοντας να σιωπήσει και να ανεχτεί, στη συντριπτική πλειοψηφία του.

 

Στρίβοντας συχνά σε μια βατή αφήγηση, ο Ναϊστάτ επικεντρώνει την ιστορία του στο πρόσωπο ενός χαμηλών τόνων μεσοαστού δικηγόρου, του Κλαούντιο, ο οποίος ζει στην επαρχία με τη γυναίκα του και την κόρη του. Μετά τη συμμετοχή του στην «αρπαγή» αντικειμένων από ένα σπίτι (είναι ένας από τους πολλούς, προφανώς ντόπιους περιοίκους που φεύγουν αγκαλιά με αντικείμενα), εμπλέκεται, χωρίς να το θέλει, σε έναν καβγά σε μια ταβέρνα, ένα τυχαίο βράδυ, ενώ κάθεται ήσυχος στο τραπέζι του και περιμένει τη σύζυγο για να δειπνήσουν: ένας ξένος τον προκαλεί να σηκωθεί για να μην πιάνει χώρο χωρίς λόγο και, ενώ τελικά συναινεί με πολιτισμένο τρόπο, ο ξένος δεν παραλείπει να τον προσβάλει, βγάζοντάς τον εκτός εαυτού, ενώ ο ίδιος παραμένει ατάραχος.

 

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης των History of Fear και Movement επιλέγει έναν πολίτη με ηθική πυξίδα, φαινομενικά άκακο, αδιάφορο προς την πολιτική, ευυπόληπτο και οικογενειάρχη, που κουκουλώνει τις κακές του επιλογές γιατί το περιβάλλον είναι έτοιμο να τις δεχτεί και να βυθιστεί σε ένα πέπλο αδιαφάνειας.

 

Η αντιπαράθεση έχει συνέχεια στον δρόμο, όπου, χωρίς ο Κλαούντιο να φταίει, ο ξένος τραυματίζεται και, πάνω στον πανικό του, ο δικηγόρος, που υποτίθεται πως γνωρίζει πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό του, τον σέρνει στην κοντινή έρημο και τον παρατά στη μοίρα του.

 

Σε μια άλλη σκηνή, ένας γνωστός και συντοπίτης του, συνωμοτικά, τον καλεί να μελετήσουν την περίπτωση δόλιας εκποίησης του σπιτιού στο οποίο έγινε το πλιάτσικο και που πλέον φαίνεται ακατατοίκητο. Ο Κλαούντιο το συζητά. Επισκέπτονται τον άδειο χώρο και εκεί βλέπουν μια κυρία να κάθεται χαλαρά στην αυλή ‒ βρήκε την πόρτα ανοιχτή, μπήκε, και μάλιστα τους ενημερώνει για τη μυστηριώδη, ξαφνική εξαφάνιση της οικογένειας που μέχρι πρότινος ζούσε εκεί.

 

Ένα μαγικό κόλπο πίστας που ο Κλαούντιο παρακολουθεί με τη σύζυγο λίγο αργότερα συμπληρώνει την εικόνα της πρόδηλης απόπειρας του Ναϊστάτ να καταδείξει μια σειρά από ανθρώπους που, είτε θεαματικά είτε σιωπηλά, βγαίνουν βίαια από την εικόνα, χωρίς την παραμικρή ένδειξη ζωής, λες και είναι κομμάτια του show ενός ταχυδακτυλουργού. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν η αντικομμουνιστική συμμαχία ξεκινούσε τη δράση της με σαφή στόχο την εγκατάσταση μιας φιλοαμερικανικής διοίκησης που θα «εξαΰλωνε» τους αντιρρησίες, δημιουργώντας τις ανατριχιαστικές στρατιές των desaparecidos.

 

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης των History of Fear και Movement επιλέγει έναν πολίτη με ηθική πυξίδα, φαινομενικά άκακο, αδιάφορο προς την πολιτική, ευυπόληπτο και οικογενειάρχη, που κουκουλώνει τις κακές του επιλογές γιατί το περιβάλλον είναι έτοιμο να τις δεχτεί και να βυθιστεί σε ένα πέπλο αδιαφάνειας.

 

Όταν ένας ντετέκτιβ, πασίγνωστος από τις εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές εκπομπές συναφούς περιεχομένου, καλείται από τους συγγενείς του εξαφανισμένου «ξένου» (ο οποίος έχει γερμανική καταγωγή και το στίγμα του χίπη, πριν αποφασίσει να συμπεριφερθεί σαν κανονικός κύριος) να ερευνήσει την υπόθεση, ανακρίνει τον Κλαούντιο με θεατρινίστικες ερωτήσεις, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του χαφιέ-ανακριτή, μια προφητική θέση που έμελλε να διαδοθεί πολύ σύντομα.

 

Στις συναντήσεις τους, ο Μάριο Γκραντινέτι, τον οποίο έχουμε δει στις ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ, Χουλιέτα και Μίλα Της, δείχνει την κλάση του, παίζοντας με νηφαλιότητα και έλεγχο έναν άνδρα που βρίσκεται στο κατώφλι της κατάρρευσης, αλλά κάτι μέσα του τον κρατά στην επιφάνεια. Χωρίς να είναι σίγουρος αν το βραχύσωμο λαγωνικό που έχει απέναντί του μπλοφάρει, τον δοκιμάζει ή τον εμπαίζει, εκπροσωπεί την αθόρυβη μάζα μιας κρίσιμης στιγμής.

 

Και αυτό ακριβώς λέει η Κόκκινη Έκλειψη μέσα από τους σαφείς συμβολισμούς και τους ενδιαφέροντες μαιάνδρους της που περιλαμβάνουν ακόμα και μια πραγματική έκλειψη ηλίου, όπου τα πάντα κοκκινίζουν σε μια παραλία, πως μια ολόκληρη χώρα παρέδωσε την ψυχή της συνένοχα, συνεχίζοντας να θάβει πτώματα, κοιτάζοντας την αλήθεια στα μάτια, σαν να μη συμβαίνει τίποτε.