Δεν είμαστε Ιταλοί για να νιώθουμε κάτι ξεχωριστό (θυμό, οργή, σεβασμό, γέλιο;) για έναν πολιτικό σαν τον Τζούλιο Αντρεότι, πρωταγωνιστή στην κοινοβουλευτική ζωή της γειτονικής μας χώρας από το 1946 μέχρι το 1993, επτά φορές πρωθυπουργό, πολλάκις βουλευτή και υπουργό, ρυθμιστή των ισορροπιών και εσχάτως κατηγορούμενο για βαριά αδικήματα που τον έφεραν προ των πυλών της φυλακής, με απόφαση κάθειρξης για 24 χρόνια που ανατράπηκε την τελευταία στιγμή από τον Άρειο Πάγο. Μέχρι το 2003, ο σημαντικότερος πολιτικός της Ιταλίας απειλείτο με τον έσχατο εξευτελισμό και την ισόβια αποπομπή από το δημόσιο και ιδιωτικό βίο, αλλά την τελευταία στιγμή τη γλύτωσε. Όσο κι αν ψάξουμε, εδώ δεν θα βρούμε παρόμοιο άνδρα - κάποιοι θα πουν τον Μητσοτάκη λόγω μακροβιότητας, όμως δεν στέκει το παράδειγμα, αλλιώς θα ενδιαφερόταν ως και το Χόλιγουντ για την περίπτωσή του.

Ο Πάολο Σορεντίνο ήθελε να γυρίσει από παλιά μια ταινία πάνω στην ταραχώδη ζωή του Il Divo, ή θείο Τζούλιο, ή Σαλαμάνδρα, ή Καμπούρη, ή Αλεπού, ή Μολώχ, ή Μαύρο Πάπα, ή Άνθρωπο της Αβύσσου, ή Βελζεβούλη. Όπως και τα πολλά παρατσούκλια του, έτσι και οι φήμες, αόριστες και αντικρουόμενες σαν τα παραμύθια με τους βρικόλακες, τις μάγισσες και τα στοιχειωμένα σπίτια, τον μπέρδευαν. Ώσπου βρήκε τη λύση, μέσω του κινηματογραφικού ύφους που γνωρίζει και τον έχει φέρει σε ξεχωριστή θέση στο ευρωπαϊκό σινεμά. Αποφάσισε, και πολύ καλά έκανε, να φτιάξει ένα πορτρέτο ιδιοσυγκρασίας, κάτι που γίνεται αντιληπτό από την αρχή, όπου παρακολουθούμε έναν Αντρεότι σιωπηλό και εκκωφαντικά μοναχικό να τυραννιέται από ημικρανίες και από προσωπικούς εφιάλτες, περιτριγυρισμένος από σωματοφύλακες, ένα τσίρκο από πολιτικούς υπασπιστές και φαύλους συνεργάτες, και φυσικά με μόνιμη συντροφιά την αρνητική κοινή γνώμη.

Το πρώτο μέρος βγάζει γέλιο, θυμίζει λίγο Ταραντίνο, αλλά σε πολιτικοποιημένη και ευρωπαϊκή εκδοχή. Η μέση της ταινίας μπαίνει περισσότερο στο θέμα, στα γεγονότα που στοιχειοθετούν τις κατηγορίες εναντίον του πρώην πρωθυπουργού. Τελειώνει με τις δίκες και την απομόνωση, ωστόσο ο Σορεντίνο δεν σταματάει να ανοίγει και να κλείνει την ταινία, με ξαφνικές αλλαγές στον τόνο αλλά και δραματικές «αυλαίες», σαν τα ασταμάτητα κεφάλαια της καριέρας του Αντρεότι, θέλοντας να δείξει πως παρά την ανεξιχνίαστα σκοτεινή συμπεριφορά και τα διφορούμενα κίνητρα του πρωταγωνιστή, η παγωμάρα του ερπετού είναι μόνο μια από τις μάσκες του, σε ένα βίο γεμάτο γεγονότα και άφθονο παρασκήνιο. Επειδή όμως αυτό το παρασκήνιο δεν έχει επισήμως καταδικαστεί, προτιμάει να το μεταχειρίζεται ως κομμάτι ενός κωμικού γρίφου και όχι σαν αλληγορική καταγγελία, όπως έκανε ο Νάνι Μορέτι με τον Αλιγάτορα. Είναι το ίδιο καυστικός, αλλά πιο έξυπνος και απολαυστικός. Ο δε ηθοποιός φετίχ του Σορεντίνο, ο Τόνι Σερβίλο, στηρίζεται τόσο καλά στην αφαίρεση, που μεταμορφώνει τον Αντρεότι σε αποκρουστικό καραγκιόζη, τουρίστα στη μεγάλη διαδρομή του. Θα μπορούσε εύκολα να είναι ένα «καρικατούρα να φύγουμε», αλλά πετυχαίνει το στόχο του χωρίς να φαλτσάρει.