Χρυσό Λιοντάρι στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας για ένα αξιοθαύμαστο ανθρώπινο και κοινωνικό πορτρέτο του Ζία Ζάνκγε, ο οποίος ανήκει στη λεγόμενη 6ηγενιά των Κινέζων σκηνοθετών, μιας άτυπης ομάδας δημιουργών που προσπαθούν, με κόπο και εμπόδια, να καταθέσουν την προσωπική τους άποψη για μια Κίνα που μετατρέπεται ραγδαία σε terra incognita για τους κατοίκους της. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην παλιά πόλη Φένγκζιε, θύμα της όψιμης και υπερταχείας βιομηχανοποίησης. Εξαιτίας του υδροηλεκτρικού έργου των Τριών Φραγμάτων, πολλές οικογένειες που ζούσαν εκεί υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν σε γειτονικές πόλεις. Η κατοικημένη περιοχή, με ιστορία 2.000 ετών, κατεδαφίστηκε και βυθίστηκε για πάντα, οι οικολογικές συνέπειες ήταν τεράστιες και οι προσωπικές απώλειες ανυπολόγιστες.

Ο Ζάνγκε αγαπά το ντοκιμαντέρ και το υπολογίζει ως πολύτιμο εργαλείο στη ματιά του. Μας ξεναγεί σαν να είμαστε τουρίστες σε μια καταστροφή. Βλέπει το ερημωμένο περιβάλλον σαν νεκροταφείο, και τους ανθρώπους που το πατάνε σαν φαντάσματα που δεν έχουν βρει την ησυχία τους ή σαν περαστικούς που δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς έχει γίνει. Την εξωγήινη αλλαγή, μάλιστα, τη δηλώνει παιχνιδιάρικα με τη φανταστική εκτόξευση ενός ηλεκτρικού πυλώνα, σαν να είναι διαστημόπλοιο που εγκαταλείπει τη βάση του μέσα στο σούρουπο.

Ευτυχώς δεν αναλώνεται σε περιττούς αστεϊσμούς ή βαρύγδουπες ποιητικότητες. Διατηρεί το μυστικισμό με την αίσθηση του δέους που προφανώς του προκαλεί το αποσυνάγωγο σύμπαν και μας το μεταδίδει. Σπάνια αφήνει κάποιον σε παρατεταμένο κοντινό πλάνο. Τοποθετεί τους κατοίκους σε αντιδιαστολή με ένα παράξενο αγροτικό περιβάλλον που έχει υποστεί βιασμό, επιμένοντας στη μελαγχολική αμηχανία τους. Και επικεντρώνεται σε δύο πρόσωπα: έναν εργάτη που γυρίζει πίσω για να βρει τη γυναίκα και την έφηβη κόρη του, και μια νοσοκόμα που επιστρέφει μετά από δυο χρόνια, για να ανακαλύψει πως με το σύζυγό της είναι πια ξένοι. Είναι οι τουρίστες που λέγαμε. Ξεναγούνται ή μάλλον περιφέρονται και ρωτάνε κουρασμένοι από δω κι από κει, σε ένα μέρος που δεν αναγνωρίζουν. Κι εμείς βλέπουμε μια χώρα που δεν θυμίζει τις επικές περιπέτειες του παρελθόντος, ούτε όμως και τη δυτικοποίηση της αστικής συνείδησης των κατοίκων των μεγάλων πόλεων.

Ο Ζία Ζάνγκε ανέλαβε ένα δύσκολο έργο και το έφερε σε πέρας: να συλλάβει τη σκόνη που δεν έχει καθίσει ακόμη. Δεν το έκανε όπως θα επέλεγε ο Αγγελόπουλος, για παράδειγμα, ένας σκηνοθέτης που έρχεται αμέσως στο νου από μια πρόχειρη θέαση. Χρησιμοποιεί τον ενεστώτα του ντοκιμαντέρ και συγκεντρώνεται σε δυο πρόσωπα για να αφηγηθεί συμπυκνωμένα την ιστορία του τόπου και τις κατεδαφισμένες μνήμες του. Είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό, χωρίς να το δηλώνει ούτε μια στιγμή και χωρίς να μας θυμίζει τη σπουδαιότητα της απώλειας πίσω από το φακό (από την πρόθεση του σκηνοθέτη), αλλά μόνο μέσα από αυτόν. Είναι δυνατό και αιωρούμενο, σαν τον εργάτη που σαν ακροβάτης, μοιάζει να εκτελεί ένα από τα παραδοσιακά show σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες, στην τελική σκηνή, χωρίς χειροκρότημα και εμφανή στόχο ωστόσο. Μια σημαντική, απλή ταινία.