Μετά τη σπιντάτη αναβίωση του Σέρλοκ Χολμς, το κοσμοπολίτικα φάλτσο αναμάσημα του Man from UNCLE, τον παράλογα πανάκριβο και εντελώς περιττό Βασιλιά Αρθούρο, και τη βόλτα του στην Ντίσνεϊλαντ με τον Αλαντίν, ο Γκάι Ρίτσι επιστρέφει στα γνώριμα λημέρια του και στα παλιά του κόλπα.

 

Οι Gentlemen θυμίζουν έντονα το ξεκίνημά του, με τις Δύο Καπνισμένες Κάνες και το Snatch, πέφτοντας μέσα στο είδος που επανέφερε στο προσκήνιο ‒αν δεν επινόησε από την αρχή‒ το βρετανικό γκανγκστερικό με γενναίες δόσεις κωμωδίας. Η πλοκή, στο σενάριο που υπογράφει ο ίδιος, γεμίζει σελίδες και χαρακτηρίζεται από την επίμονη εικονογράφηση του λόγου με σκηνές απλώς συνοδευτικές, μανιακά μονταρισμένες, που δεν αφήνουν τον θεατή ούτε λεπτό να αναπτύξει διάλογο με τους χαρακτήρες.

 

Βασίζοντας τη δαιδαλώδη, ηθελημένα απατηλή αφήγηση σε ένα υποτιθέμενο σενάριο, που ο πονηρός ντεντέκτιβ Φλέτσερ (Χιου Γκραντ) θέλει να πουλήσει στη Miramax(!) και με την εξιστόρησή του εκβιάζει τον αυτοδημιούργητο βαρόνο της κάνναβης στην Αγγλία, τον Αμερικανό Μίκι Πίρσον, λίγο πριν αυτός κλείσει μια προσοδοφόρα συμφωνία με έναν πάμπλουτο, ψωνισμένο Εβραίο, η ταινία γίνεται από την αρχή meta, κάτι που τη διαχωρίζει από τη σαρωτική ορμή των Καπνισμένων Κανών και του Snatch.

 

Οι χαρακτήρες, αναλώσιμοι και μη, σωρεύονται, με τον προσωπικό βοηθό του Μίκι, τον Ρέιμοντ (Τσάρλι Χάναμ), να είναι ο πιο λειτουργικός, αν και όχι τόσο κρίσιμος, περιπλέκοντας και αποπροσανατολίζοντας: ανάμεσα στις μπηχτές για την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις μειονότητες και τις διαφορετικές προφορές, ο Ρίτσι κάνει πλάκα με την πολιτική ορθότητα όποτε του δίνεται η ευκαιρία, αλλά βασικά σκορπάει εξυπνάδες στο ιδίωμα της fun περιπέτειας με κακοποιούς που αποθρασύνονται και «ήρωες» που ελέγχονται. Του ταιριάζει, αλλά επαναλαμβάνεται.