Σε κανένα σημείο της ταινίας Σε τεντωμένο σχοινί δεν αναφέρεται η τραγωδία των Δίδυμων Πύργων, ενός μνημείου που νοσταλγήθηκε όταν κατέρρευσε τόσο βίαια και τραγικά το 2001, αλλά δεν υμνήθηκε ποτέ όσο στεκόταν αγέρωχο στα 30 χρόνια της ζωής του - ίσως γιατί δεν ήταν παρά ένα ξερό οικοδομικό έμβλημα οικονομικού πλούτου και τίποτε παραπάνω. Ο Γάλλος Φιλίπ Πετί φαίνεται να ήταν ο μόνος που αναπήδησε από χαρά όταν είδε τη φωτογραφία της ανέγερσης του, περιμένοντας τη σειρά του σε ένα ιατρείο της Γαλλίας στη δεκαετία του '70.

Σκέφτηκε πως ήταν μοναδική ευκαιρία να το αλώσει, να το γιορτάσει με έναν μοναδικό τρόπο, τραβώντας μια γραμμή ανάμεσα στα δυο κτίρια και διασχίζοντας τον αέρα που τα ένωνε. Βρήκε συνενόχους στα πρόσωπα της τότε αγαπημένης του, του πιστού Γάλλου συνεργάτη του και μερικών Αμερικανών που τον βοήθησαν να υλοποιήσει την παράτολμη ιδέα του. Το σχέδιο κρατήθηκε μυστικό και μέσα από ζωηρές συνεντεύξεις η τρέλα του Πετί βρίσκει μια συναρπαστική κινηματογραφική αναπαράσταση, σε συνδυασμό με το αρχειακό υλικό του συγκεκριμένου εγχειρήματος αλλά και παλιότερων κατορθωμάτων του ασταμάτητου funambule (έτσι αεράτα ονομάζεται η ειδικότητα του Πετί στα γαλλικά), όπως στον καθεδρικό ναό της Notre Dame στο Παρίσι και στη γέφυρα Χάρμπορ στο Σίντνεϊ.

Λίγο μετά το ανδραγάθημά του, που θεωρήθηκε μια καλλιτεχνική παρέμβαση χωρίς προηγούμενο, συνελήφθη και οδηγήθηκε σε μια ανήλιαγη φυλακή, για να αφεθεί ελεύθερος και ευτυχισμένος που κατάφερε να φέρει σε πέρας ένα ιπτάμενο όνειρο. Με τη χειμαρρώδη του αφήγηση ο Πετί μεταδίδει τον πυρετό της προετοιμασίας στο ακέραιο και παράλληλα ανατρέπει το προφίλ του «ανισόρροπου» αιθεροβάμονα, όταν προβάλλονται παλιές του εικόνες πάνω σε σχοινί, με το ανέκφραστο, αυτοσυγκεντρωμένο του πρόσωπο να κυριαρχεί απόλυτα, σαν σιδερένια μάσκα θέλησης και αποφασιστικότητας, λες και μια μικρή διαδρομή πάνω σε σύρμα ή σχοινί μετατρέπεται σε σκοπό μιας ολόκληρης ζωής.

Τετρακόσια πενήντα μέτρα πάνω από το έδαφος της Νέας Υόρκης, ο Πετί χόρεψε σαν τον Νουρέγιεφ, έκανε στάσεις και βήματα, γλιστρούσε σαν Ολυμπιακός πατινέρ, ρουφώντας τη δύσκολη διαδικασία και προετοιμάζοντας τη μέθη που θα ακολουθούσε μετά την έκρηξη αδρεναλίνης.Η πόλη δεν ήταν η ίδια με τη σημερινή, πληγωμένη Νέα Υόρκη, και η εποχή φυσικά και ήταν εντελώς διαφορετική. Ο Πετί διαμορφώθηκε στα '60s, τότε που η προσωπικότητα ενός street artist με ένα εναλλακτικό όνειρο δεν θα σήκωνε ώμους (από αδιαφορία και κορεσμό) και φρύδια (από σνομπισμό και κυνισμό) όπως θα γινόταν στις μέρες μας, σε ανάλογη περίπτωση. Ο τρελός του σήμερα ήταν ένας οραματιστής του τότε, με μια γλυκιά αφέλεια ικανή να δικαιολογήσει ένα τόσο παράταιρο επάγγελμα, όπως αυτό του σχοινοβάτη.

Πέρα, ωστόσο, από τα αίτια (και τα οποία μάλλον είναι εντελώς προσωπικά και ιδιοσυγκρασιακά) που οδηγούν έναν ταχυδακτυλουργό των αιθέρων να μην ησυχάσει αν δεν στήσει ένα σχοινί στην κορυφή για να εντυπωσιάσει, να προκαλέσει και να χειροκροτηθεί ή να συλληφθεί, σε μια πράξη αναίμακτης παρανομίας, η ίδια η ταινία είναι ένα οργανωμένο κομψοτέχνημα για το πώς μπορείς να κλείσεις μια ανάσα τέχνης μέσα σε ένα μικρό μπουκάλι: η μαρτυρία του Πετί και των συνεργατών του στο «έγκλημα» δίνει αφηγηματική διάσταση στην ανεξήγητη επιθυμία για την υπέρβαση, το ταξίδι χωρίς δίχτυ ασφαλείας, ίσως και για το τίποτε. Ένα φευγαλέο μυστήριο φτιαγμένο με τους όρους του σινεμά.