Είναι Μεγάλο Σάββατο. Το βαν μεταοράς πυροτεχνημάτων μιας ομάδας Αθηναίων μένει από βλάβη σε έναν ορεινό οικισμό. Ο Αλβανός Λουάν, εργαζόμενος σε στάνη της περιοχής, στην προσπάθειά του να αγοράσει μια ρουκέτα στον 7χρονο γιο του, έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους, αναζωπυρώνοντας μια παλαιότερη έχθρα.

Ο ντόπιος κτηνοτρόφος Θύμιος δεν ανέχεται να βλέπει τον αλλόθρησκο να προσεύχεται στα βοσκοτόπια που ο ίδιος μεγάλωσε. Τον προσβάλλει, τον ταπεινώνει μπροστά στο παιδί του και τους πυροτεχνουργούς. Τον διώχνει από τον οικισμό. Ο Λουάν φεύγει. Μέσα του όμως ξυπνά η οργή.

Επιστρέφει και ζητά να αγοράσει όλα τα πυροτεχνήματα. Ο Θύμιος όμως διαφωνεί. Δεν ανέχεται την προσβολή ενός Μουσουλμάνου να ρίξει πυροτεχνήματα στην Ανάσταση. Η νύχτα (και μαζί η ταινία, μετά από μια αργή περιπλάνηση στα ελληνικά τοπία της ξενοφοβίας) καταλήγει σε ένα δράμα και η Κυριακή του Πάσχα σε τραγωδία.

Ο Βασίλης Ντούρος κατανοεί το πρόβλημα του φόβου προς τον αλλόθρησκο και τη συναισθηματική ένταση και την αποδίδει δραματικά, έστω και καθυστερώντας στην ανάπτυξη. Γυρίζει μια ακόμη χαμηλόφωνη δραματική ηθογραφία που στερείται νεύρου και πλεονάζει σε καλές προθέσεις. Παρότι δεν καταφεύγει σε μελό λύσεις, δεν ευνοείται από μια προφανή παράταξη προφανών θέσεων γύρω από το θέμα που όντως είναι καυτό για την ελληνική επαρχία - και όχι μόνο.