Η μεγάλη προσωπικότητα του ευρωπαϊκού θεάτρου Αριάν Μνουσκίν επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με το Θέατρο του Ήλιου για να μιλήσουν για τα τέρατα της Ιστορίας που παραμονεύουν πάντα και απειλούν τον ελεύθερο κόσμο.
Με αφορμή την παράσταση που αποθεώνει τη σημασία του λαϊκού θεάτρου στην εποχή μας μοιραζόμαστε την ιστορία της ζωής και της τέχνης της, έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, που υπηρετούν με πάθος την πρωτοπορία, την εγγύτητα που δημιουργεί η τέχνη και τη μεγαλειώδη ουτοπία.
ΚείμενοΑργυρώ Μποζώνη
DevelopmentΆγγελος Παπαστεργίου
Η μεγάλη κυρία του γαλλικού θεάτρου Αριάν Μνουσκίν (Ariane Mnouchkine) και το Θέατρο του Ήλιου (Théâtre du Soleil) έχουν επισκεφθεί το Φεστιβάλ Αθηνών με αλησμόνητες στο ελληνικό κοινό παραστάσεις όπως «Το τελευταίο καραβανσαράι - Οδύσσειες» (2006), «Οι εφήμεροι» (2007), «Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας - Αυγές» (2011) και «Kanata» (2019), η μόνη παράσταση του θιάσου που η Μνουσκίν εμπιστεύτηκε σε άλλον σκηνοθέτη, τον Ρομπέρ Λεπάζ.
Η παράσταση που θα δούμε φέτος στην Αθήνα είναι άλλη μια λαϊκή, πολιτική και πρωτίστως εορταστική δημιουργία του Θεάτρου του Ήλιου που ακολουθεί τη θεωρία της Μνουσκίν ότι το θέατρο οφείλει όχι μόνο να είναι σε εγρήγορση απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας αλλά και να αναπτύσσει ενώπιον του κοινού έναν κοινωνικό διάλογο που το καλλιεργεί, το διαπλάθει και το προβληματίζει.
Ο γενικός τίτλος της παράστασης είναι στα λατινικά, «Hic sunt Dracones» («Εδώ υπάρχουν δράκοι»), και αναφέρεται στη μεσαιωνική χαρτογραφία και την πρακτική τοποθέτησης εικονογραφήσεων δράκων, θαλάσσιων τεράτων και άλλων μυθολογικών πλασμάτων σε επικίνδυνες ή ανεξερεύνητες περιοχές. «Το βρίσκω πραγματικά όμορφο και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι σε αυτή την terra incognita που εξερευνούμε, κατά τη διάρκεια του 20ού και 21ου αιώνα, οι δράκοι είναι πράγματι παρόντες!» λέει η Μνουσκίν.
Πρόκειται για το πρώτο μέρος μιας ιστορικής τοιχογραφίας που ξετυλίγει τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα του 1917 και έχει το τίτλο «1917: Η νίκη ήταν στα χέρια μας». Διαρκεί 2 ώρες και 15 λεπτά ‒είναι σύντομη σχετικά για τα δεδομένα των παραστάσεων της Μνουσκίν‒, έκανε πρεμιέρα στην Cartoucherie τον Νοέμβριο του 2024, συμμετέχουν περίπου σαράντα ηθοποιοί που είχαν, όπως πάντα, ενεργή συμμετοχή σε όλα τα στάδια της θεατρικής δημιουργίας, και σηματοδοτεί τη συμπλήρωση εξήντα χρόνων από την ίδρυση του Θεάτρου του Ήλιου.
Μιλώντας για την παράσταση που γεννήθηκε με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Μνουσκίν λέει, ανάμεσα σε άλλα: «Βυθιστήκαμε στην Ιστορία και συνειδητοποιήσαμε ότι για να αφηγηθούμε τα γεγονότα της 24ης Φεβρουαρίου 2022 πρέπει να ανατρέξουμε στον Φεβρουάριο του 1917 […] Πώς, στον 21ο αιώνα, φτάνει μια χώρα στην απόπειρα εισβολής, υποδούλωσης και καταστροφής μιας άλλης ανεξάρτητης χώρας; Τι είναι αυτό που με την πάροδο των δεκαετιών διαμορφώνει έναν ηγέτη ή, καλύτερα, έναν άνθρωπο όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν; Για να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, έπρεπε να αφηγηθούμε, θεατρικά, τη γέννηση ενός συστήματος που άλλαξε τον κόσμο. Θα έλεγα ότι είναι δύο τα συστήματα, επειδή ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914 έθρεψε τόσο τον ναζισμό όσο και τον μπολσεβικισμό. Ίσως, με αυτό το θέαμα, επιδιώκουμε, πολύ αφελώς, να στήσουμε ένα είδος θεατρικού οδοφράγματος ενάντια στους διάφορους δεσποτισμούς, ολοκληρωτισμούς και στο ιδεολογικό πείσμα που σήμερα μας απειλούν σε πολλαπλά μέτωπα […]. Το πρώτο επεισόδιο αυτής της ιστορίας, το οποίο ‒αν οι θεοί του θεάτρου μάς ευνοήσουν‒ σίγουρα θα ακολουθήσουν πολλά άλλα, θα καλύψει τα έτη 1917-1918. Το δεύτερο, που θα δημιουργηθεί του χρόνου, θα φτάσει μέχρι το 1945, και ελπίζω να έχουμε τη δύναμη και την τύχη να συνεχίσουμε αυτό το έπος, αυτήν τη μεγάλη ιστορία, μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα».
Ο τίτλος «Η νίκη ήταν στα χέρια μας» προέρχεται από τον τίτλο του πρώτου τόμου «Η Ρωσική Επανάσταση, 1917» του Νικολάι Σουχάνοφ, διεθνιστή μενσεβίκου που κατέγραψε ως ιστορικός τα γεγονότα της Ρωσικής Επανάστασης από την πρώτη γραμμή. Η μαρτυρία του θεωρείται η σημαντικότερη πρωτογενής πηγή για τις επαναστάσεις του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου του 1917. Η αφήγησή του δείχνει πώς η Ιστορία αναμασάει τα τέρατά της και οι ουλές από τα ιστορικά ψέματα σημαδεύουν τον χρόνο και περνάνε από γενιά σε γενιά.
Η Μνουσκίν θεωρεί καθήκον της να τα μετατρέψει σε αληθινό θέατρο που γνωρίζει και μπορεί να αφηγηθεί τα πάντα. Εφαρμόζοντας στην πράξη την τέχνη της, επιχειρεί να τιμήσει την Ιστορία και χαρακτήρες, άλλους που είναι παγκοσμίως γνωστοί μέχρι σήμερα και άλλους που έχουν ξεχαστεί, αν και διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο. «Μερικοί χαρακτήρες πιστεύουν ότι μπορούν να εξηγήσουν τις αποφάσεις τους, τη στάση τους, την απίστευτη σκληρότητά τους με επιχείρημα την αναγκαιότητα. Την ερμηνεύουν με τρόπο εγγενώς συνδεδεμένο με το πάθος τους για εξουσία, έχοντας μια τέτοια εικόνα για τον εαυτό τους που δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολία, χωρίς να δίνεται σε κανέναν μας η δυνατότητα να ακούσουμε άλλους που σκέφτονται εξίσου παθιασμένα, αλλά διαφορετικά. Έτσι καταφέρνουν μια χούφτα άντρες να μετατρέψουν τη χώρα τους, και στη συνέχεια τον κόσμο, σε κόλαση», λέει.
Τη πρώτη μέρα των προβών η Μνουσκίν έδωσε στους ηθοποιούς σημειώσεις μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να κατανοήσει το εύρος των προβληματισμών της που δεν περιορίζονται στα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά φτάνουν μέχρι την εποχή που διανύουμε, μέχρι τον Τραμπ, και αναφέρονται και στη θέση χωρών και προσωπικοτήτων στις παγκόσμιες συρράξεις. Γράφει:
«Σε κάθε μεγάλο έργο υπάρχουν πάντα τουλάχιστον δύο πλοκές, όπως στον Σαίξπηρ […] Πιστεύω ότι θα έχουμε τουλάχιστον δύο, αν όχι περισσότερες. Πρώτα και κύρια, υπάρχει ο πόλεμος, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος κάθε αυτοκρατορίας, είτε επειδή επιδιώκει να επεκτείνει τα εδάφη της είτε για να εδραιώσει την εξουσία της. Πρόκειται για ολοκληρωτικές αυτοκρατορίες που επιθυμούν να κυβερνήσουν τον κόσμο θρησκευτικά, πολιτικά, οικονομικά... Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε πολέμους. Παράλληλα, υπάρχει ένας άλλος πόλεμος που εκτυλίσσεται σαν μια εσωτερική και λανθάνουσα πάλη μεταξύ εκείνων που επιθυμούν να πολεμήσουν, που αρνούνται να υποταχθούν, που υποστηρίζουν τις αξίες τους ‒την ελευθερία, λίγη ισότητα, ακόμα κι αν αυτή δεν περιλαμβάνει ποτέ τις γυναίκες‒ και κάνουν τα πάντα για να επιτύχουν την αδελφοσύνη, και εκείνων που, ιδιαίτερα αυτήν τη στιγμή κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους, επικαλούμενοι την ειρήνη, τον φόβο, διάφορες λέξεις ή βολικές δικαιολογίες, για να επιτρέψουν στους γίγαντες να προοδεύσουν. Χρησιμοποιούν πολύ ήπια και λογικά επιχειρήματα: ειρήνη, ειρήνη με κάθε κόστος! Ωστόσο, γνωρίζουμε καλά ότι η ειρήνη με κάθε κόστος σημαίνει πόλεμο με κάθε κόστος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του 20ού αιώνα που πρόκειται να εξερευνήσουμε υπάρχει αυτός ο άλλος πόλεμος. Τον ένιωθα χωρίς να τον καταλαβαίνω.
Συχνά αναρωτιόμουν γιατί οι Αμερικανοί άργησαν τόσο πολύ να μπουν στον πόλεμο, αλλά δεν γνώριζα σε ποιον βαθμό έπαιξαν ρόλο ο απομονωτισμός και ο φασισμός, ακόμη και στην Αγγλία. Θα ανακαλύψετε ότι η μάχη που έδωσε ο Τσόρτσιλ δεν ήταν μόνο εναντίον των Γερμανών αλλά και εναντίον των δικών του ακροδεξιών παρατάξεων, της φιλοναζιστικής βρετανικής αριστοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του βασιλιά Εδουάρδου Η’ και μιας ειρηνιστικής ακροαριστεράς. Ο Όργουελ μιλάει πολύ καλά γι’ αυτό. [...].
Πρέπει να αναγνωριστεί ότι αν η Ιαπωνία δεν είχε επιτεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, το αποτέλεσμα θα παρέμενε αβέβαιο. Σε κάθε περίπτωση, η Αγγλία θα είχε δεχτεί εισβολή, παρά τις προσπάθειες του Ρούσβελτ να στείλει πλοία και προμήθειες. Ο Ρούσβελτ ήταν έξυπνος και θαρραλέος [...] και μάλιστα υποστηρίζεται ότι μπορεί να προκάλεσε την Ιαπωνία, ενθαρρύνοντάς τη να επιτεθεί για να δικαιολογήσει την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο.
Θα καταλάβετε, επίσης, ότι ο Χένρι Φορντ έγραψε ένα βιβλίο που ενέπνευσε τον Χίτλερ να γράψει το “Ο αγών μου”. Αυτό είναι πολύ αποκαλυπτικό. Μπορεί ο Χίτλερ να το έγραφε χωρίς τον Φορντ, ωστόσο αυτό το βιβλίο τον επηρέασε. Θα εμφανιστούν κι άλλοι χαρακτήρες, όπως ο Τσαρλς Λίντμπεργκ, ο πρώτος άνθρωπος που διέσχισε τον Ατλαντικό με αεροπλάνο, γνωστός ως ο πιο φωτογραφημένος άνθρωπος στον κόσμο ‒διαβάστε την ομιλία του που εκφωνήθηκε στο Des Moines‒, ο οποίος τάχθηκε σθεναρά κατά της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν υπόθεση της Αμερικής, ότι ένας ωκεανός τη χώριζε από την Ευρώπη και την προστάτευε, υποστηρίζοντας ότι, σε κάθε περίπτωση, οι Εβραίοι ήταν πίσω απ’ όλα αυτά.
Εμείς δεν αναφερόμαστε μόνο το γιατί του σήμερα αλλά και στο πώς.
Ο Χίτλερ ήταν ήδη στο προσκήνιο το 1933 και το 1936. Ήταν ο Λίντμπεργκ που ξεκίνησε το σύνθημα “America First”, το οποίο ο Τραμπ αργότερα επανέλαβε με το “Make America Great Again”. Όπως ακριβώς σήμερα, αυτά τα γεγονότα εκτυλίσσονταν ήδη στον 20ό αιώνα: “Αφήστε τον γίγαντα να υπάρχει, κοιμίστε τον γίγαντα· ο γίγαντας δεν θα κινηθεί εναντίον μας, υπάρχει θάλασσα, ωκεανός, ποτάμι, ιστορία, και, εκτός αυτού, δεν θα το κάνει...” Κι όμως, το κάνει.
Υπάρχει μια άγνοια που μας αναγκάζει να αφηγηθούμε την Ιστορία […] Θα εξερευνήσουμε το πώς μπορούμε να τα εξηγήσουμε όλα αυτά θεατρικά και ποια σημεία μπορούμε να εμποτίσουμε με ποίηση. Πώς μπορούμε να είμαστε συγκινητικοί, συντριπτικοί; Μέσα από το χιούμορ, την επίγνωση ή την τραγωδία;
Σαν την “Ιλιάδα”, σαν τον Όμηρο. Είστε όλοι ομηρικοί, και πιθανότατα θα υπάρξουν στιγμές που θα είναι πραγματικά ομηρικές. Βλέπω τον Τόμας Μαν από την Αμερική να στέλνει προσβλητικά μηνύματα στη Γερμανία, καθώς βυθιζόταν στο λάθος και στην ταπείνωση. Τους μιλούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, χωρίς αυτό να αλλάζει τίποτα φυσικά. Τους προσέβαλλε, τους παρότρυνε σαν προφήτης, όπως ο Ιησούς τους εμπόρους. Έχετε (εσείς οι ηθοποιοί) τα πάντα στη διάθεσή σας. [...] Πρέπει απλώς να αντισταθούμε στην κοινοτοπία, στα κλισέ και στη διγλωσσία που θα μας αντιμάχονται ως οι μεγαλύτεροι εχθροί μας...»
Άρρηκτα συνδεδεμένη με το Θέατρο του Ήλιου, η Μνουσκίν χρησιμοποίησε μια αυτοσχέδια μεθοδολογία από την οποία προέκυψε μια θεατρική πρακτική μοναδική και αξιοζήλευτη σε όλο τον κόσμο. Η αντίληψή της περί συλλογικότητας της δημιουργίας ήταν αυτή που έθεσε τα θεμέλια της δημιουργίας μιας νέας υποκριτικής φόρμας. Εδώ και έξι δεκαετίες κάθε σκηνοθετικός της θρίαμβος είναι αδιαχώριστος από αυτόν τον τρόπο εργασίας.
Από τις σημαντικότερες σκηνοθέτιδες της γενιάς της και μία από τις ελάχιστες γυναίκες που καταξιώθηκαν στην πρώτη γραμμή των Γάλλων ομοτέχνων της, αυτή η μεγάλη προσωπικότητα του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου γεννήθηκε το 1939 στη Boulogne-sur-Seine, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο κινηματογράφος, αφού ο Ρωσο-εβραίος πατέρας της, Αλεξάντρ Μνουσκίν, που κατέφυγε με τους γονείς του στο Παρίσι μετά τη Ρωσική Επανάσταση, ήταν γνωστός παραγωγός ταινιών. Με τη μητέρα της, την Αγγλίδα ηθοποιό June Hannen, που καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών και καλλιτεχνών, χώρισαν όταν η Αριάν ήταν έφηβη. Η σχέση με τον πατέρα της, που μεταπολεμικά έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους παραγωγούς ταινιών ‒ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής Ariane Films‒ στη Γαλλία, είναι ίσως η πιο σημαντική στη ζωή της. Μέχρι τον θάνατό του το 1993 παρέμεινε στενός καλλιτεχνικός συνεργάτης της, βοηθώντας στη χρηματοδότηση του πρώτου της θεάτρου, ενώ η ίδια έχει πει πως «το μόνο πράγμα για το οποίο ήμουν απολύτως σίγουρη ήταν ότι ο πατέρας μου με αγαπούσε».
Με την Αριάν βρέφος, η οικογένειά της μετά την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία κρύφτηκε, ενώ οι παππούδες της συνελήφθησαν, απελάθηκαν στο Ντρανσί και εξοντώθηκαν τελικά με αέρια στο Άουσβιτς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η Μνουσκίν είναι από νεαρή ηλικία παθιασμένη ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους πρόσφυγες και τους εκτοπισμένους και τα θύματα των πολεμικών συγκρούσεων. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που έχει ανοίξει τις πόρτες της Cartoucherie σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Ως νεαρή φοιτήτρια Λογοτεχνίας στη Σορβόννη ταξίδεψε στην Οξφόρδη, όπου σπούδασε Ψυχολογία για έναν χρόνο. Εντάχθηκε στη Δραματική Εταιρεία του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου δούλεψε ως βοηθός του Κεν Λόουτς και του Τζον Mαγκράθ. Εκεί ερωτεύτηκε το θέατρο. Θυμάται: «Ήταν ένα βασίλειο, ένα νησί, ένας κόσμος που μπορούσε να μεταμορφωθεί, να αποσαφηνιστεί, να εναρμονιστεί, να αναλυθεί. Θυμάμαι ακόμα τη νύχτα που αποφάσισα ότι το θέατρο θα ήταν η ζωή μου».
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ενώ ακόμα ήταν φοιτήτρια, ίδρυσε την ATEP (L’Association Théâtrale des Étudiants de Paris/Θεατρική Ένωση Φοιτητών του Παρισιού), «αντίπαλο» της συντηρητικής θεατρικής εταιρείας της Σορβόννης, που έγινε αμέσως γνωστή για την πολιτική της δράση, δίνοντας διαλέξεις κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία. Συνέχισε τις θεατρικές της σπουδές στην École Internationale de Théâtre του Ζακ Λεκόκ και το 1964 ταξίδεψε στην Ανατολή. Eκεί ανακάλυψε καλλιτεχνικές πρακτικές και στυλ που επηρέασαν την αντίληψή της για το θέατρο. Στην Ανατολή γνώρισε πλούσιες μορφές τέχνης που της ήταν άγνωστες, είδη που την έκαναν να συνειδητοποιήσει την αξία της μεταφοράς τους στο θέατρο. Το ασιατικό θέατρο τη βοήθησε να ξεφύγει από την παγίδα του νατουραλισμού, να προχωρήσει στη συγχώνευση μιας ευρείας ποικιλίας μορφών τέχνης, δυτικών και μη.
Με την ομάδα των συμφοιτητών της από την ΑΤΕΡ ίδρυσαν τον θεατρικό συνεταιρισμό που εξελίχθηκε στο Θέατρο του Ήλιου ‒ κάθε μέλος συνεισέφερε 900 φράγκα. Το 1992 η Μνουσκίν εξήγησε στους «New York Times» πώς προέκυψε το όνομα: «Ψάχναμε για ζωή, φως, θερμότητα, ομορφιά, δύναμη, γονιμότητα». Εκείνη την εποχή κανένας δεν ήταν επαγγελματίας του θεάτρου. Η δραστηριότητα της ομάδας βασιζόταν στη συλλογική δουλειά, μέσα από την οποία προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα «δίκαιο θέατρο» με παγκόσμια προοπτική, το πιο όμορφο θέατρο του κόσμου, έναν τόπο ουτοπικό, ταυτισμένο με τη συνειδητοποίηση. Η ίδρυση του Θεάτρου του Ήλιου έγινε εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, ενώ έναν χρόνο αργότερα ο Σαρλ ντε Γκολ επανεξελέγη Πρόεδρος της Γαλλίας στις πρώτες εκλογές με άμεση λαϊκή ψήφο για το αξίωμα. Τρία χρόνια μετά άρχισαν οι μεγάλες απεργίες του 1968.
Η πρώτη τους παραγωγή ήταν οι «Μικροαστοί» του Μαξίμ Γκόρκι, το 1964-65. Η «Κουζίνα» («The Kitchen») ήταν η πρώτη τους επιτυχία, που πυροδότησε το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο μέσα σε μια νύχτα, ενθουσιασμένο από τη σκηνοθεσία, ανακάλυψε έναν νέο τρόπο προσέγγισης και δημιουργίας θεάτρου. Ο Arnold Wesker, ο Βρετανός συγγραφέας του έργου που έκανε πάταγο στο Λονδίνο, έδωσε τα δικαιώματα σε αυτό τον άγνωστο τότε θίασο ‒η Μνουσκίν σε πολλές συνεντεύξεις της αναφέρει πόσα του χρωστά‒ και το έργο ανέβηκε το 1967 στο σκηνικό του τσίρκου Μedrano στη Μονμάρτη ‒ το είδαν 63.400 θεατές. Χωρίς μόνιμη στέγη, ο θίασος, μέσα στη δίνη του Μάη του ’68, άρχισε να παίζει για απεργούς εργοστασίων και το 1970 το Θέατρο του Ήλιου δημιούργησε το «1789» που έκανε πρεμιέρα στο Piccolo Teatro στο Μιλάνο. Εκεί τους είχε προσκαλέσει ο Πάολο Γκράσι, ο οποίος από το 1968 έως το 1970 μετέτρεψε το Πίκολο σε στέγη διεθνών σκηνοθετών και ταλαντούχων νέων σκηνοθετών όπως ο Πατρίς Σερό και ο Kλάους Mίκαελ Γκρίμπερ. Στο Μιλάνο η Μνουσκίν γιόρτασε τα πενήντα χρόνια του Θέατρο του Ήλιου, στο Teatro Strehler, με την παράσταση «La ronde de nuit».
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, με τους συνοδοιπόρους της ανακάλυψαν μια πρώην στρατιωτική τοποθεσία, έρημη και απομονωμένη, ένα παλιό εργοστάσιο πυρομαχικών στο Bois de Vincennes, στα ανατολικά περίχωρα του Παρισιού. Η Cartoucherie, όπως ονομάστηκε, άνοιξε τον δρόμο ώστε το Θέατρο του Ήλιου να λειτουργήσει έξω από την παραδοσιακή έννοια του θεάτρου ως αρχιτεκτονικού θεσμού. Η επιλογή ήταν κρίσιμη σε μια εποχή που οι αστικοί μετασχηματισμοί στη Γαλλία άλλαζαν τη θέση του ανθρώπου στην πόλη και του θεάτρου μέσα σε αυτήν. Η Μνουσκίν και οι συνεργάτες της εγκαταστάθηκαν και άρχισαν να διαμορφώνουν τον χώρο ως τόπο διαβίωσης και εργασίας, ως ένα αρχιτεκτόνημα που έμοιαζε περισσότερο με καταφύγιο παρά με θεατρικό οικοδόμημα.
Ανέβασαν το «1789» που τους έφερε παγκόσμια αναγνώριση, τόσο λόγω της αισθητικής του όσο και λόγω της πολιτικής ατζέντας που προέκυψε από αυτό το αυτοσχεδιαστικό έργο, που είχε μια μαρξιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης και παράλληλα μια ποικιλία από δημοφιλή στυλ θεάτρου και μπρεχτικές τεχνικές. Οι μεταγενέστερες παραγωγές συνέχισαν να εξερευνούν τις δομές εξουσίας και την επιρροή τους στις ηθικές και συναισθηματικές συγκρούσεις. Για παράδειγμα, στο «Âge d’Or» του 1975 η Μνουσκίν χρησιμοποίησε την Commedia dell’Arte για να ρίξει μια ματιά στην πραγματικότητα της μετανάστευσης στη Γαλλία.
Η επιτυχία της Cartoucherie και του Θεάτρου του Ήλιου είναι ότι, παρά την απόστασή του απ’ όλες τις θεσμικές μορφές θεάτρου που κυριαρχούσαν και εξακολουθούν να κυριαρχούν στη γαλλική σκηνή, έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή θέατρα της Γαλλίας. Ένας δημοκρατικός χώρος, μέσα στον οποίο δημιουργούνται δημοφιλή και υψηλής ποιότητας θεατρικά έργα, ένα λαϊκό θέατρο ποιότητας. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα τόσο ως προς τον αριθμό των καλλιτεχνών που εργάζονται σε αυτό (πάνω από 70 άτομα τον χρόνο) όσο και ως προς την εθνική και παγκόσμια επιρροή του.
Η Αριάν Μνουσκίν περιχαράκωσε από την αρχή την ηθική της ομάδας, που βασίζεται σε θεμελιώδεις κανόνες: όλα τα επαγγέλματα αντιμετωπίζονται ισότιμα, όλοι έχουν τον ίδιο μισθό (με μικρές αποκλίσεις μεταξύ των νεοεισερχόμενων και των παλαιότερων μελών και της ίδιας) και ολόκληρος ο θίασος πρέπει να συμμετέχει στην ομαλή λειτουργία του χώρου και της διεξαγωγής των παραστάσεων (καθημερινή συντήρηση του θεάτρου, οι ηθοποιοί υποδέχονται το κοινό στις παραστάσεις). Πιστεύοντας στην κατάργηση του «τέταρτου τοίχου», το κοινό, φτάνοντας στο θέατρο, συχνά βλέπει τους ηθοποιούς να προετοιμάζονται, να βάφονται ή να φορούν τα κοστούμια τους μπροστά του. Στα ταξίδια τους ανά τον κόσμο η πολύμηνη εργασία τους παρουσιάζεται σε χώρους εκτός θεάτρων, δεν περιορίζεται σε μια τυπική σκηνή.
«Όταν εισβάλαμε στην Cartoucherie τον Αύγουστο του 1970 ξέραμε ότι αυτό το μέρος θα μας βοηθούσε να ζήσουμε ένα πολιτικό, καλλιτεχνικό και ποιητικό όνειρο», γράφει η Μνουσκίν. «Ήμασταν οι εισβολείς και κατακτητές του, αυτοί που επρόκειτο να το “κάνουν καλύτερο”, εμείς και οι άνθρωποι που θα ενωθούν μαζί μας. Θα είμαστε εμείς, οι πειθαρχημένοι ανυπότακτοι, που θα κάνουμε αυτόν τον τόπο παλάτι των θαυμάτων, καταφύγιο του θεάτρου και της ανθρωπότητας, εργαστήριο λαϊκού θεάτρου, ατελείωτο πεδίο πειραματισμού και μάθησης, έναν λαϊκό παράδεισο. Θα είμαστε υπηρέτες του, δεν θα γίνουμε ποτέ αποκλειστικοί ιδιοκτήτες του. Έχουμε ένα ιερό καθήκον: να κάνουμε όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους ευτυχισμένους. Και κανένα υπουργείο στον κόσμο δεν θα μπορούσε να μας υπαγορεύσει κάτι διαφορετικό. Το κοινό μάς έκανε την τιμή να θέλει να περάσει δύο, τέσσερις ή δέκα ώρες μαζί μας, αναζητώντας το θέατρο, που σημαίνει αναζήτηση της ανθρωπότητας [...].
Η μοίρα της Cartoucherie, ενώ είναι ένας όμορφος και ευχάριστος για το κοινό χώρος, ήταν να παραμείνει εγκαταλελειμμένος, ένας άχρηστος τόπος που ανακατασκευάζεται συνεχώς· αυτό δεν τελειώνει ποτέ και δεν μοιάζει με τίποτε άλλο. Ποτέ δεν θα προσποιηθεί ότι ανταγωνίζεται κάποια πολιτιστικά φρούρια των οποίων το έργο τέχνης μερικές φορές μάς θαμπώνει, αλλά ο τρόπος λειτουργίας τους φαινόταν ‒και εξακολουθεί‒ να μην ευνοεί την ευτυχία και τους καλλιτεχνικούς κινδύνους. Για όλα αυτά, γι’ αυτό το ταξίδι, αυτό το έπος, αυτή την κατάκτηση, αυτόν τον αγώνα, αυτόν τον πόλεμο, αυτή την αντίσταση, χρειαζόμασταν ευγενικούς φίλους, και τους αποκτήσαμε, χρειαζόμασταν συμμάχους επίσης, μια τεράστια συμμαχία. Χρειαζόμασταν το κοινό. Ήρθε. Η ιστορία έτσι ξεκίνησε», γράφει η Μνουσκίν που έναν χρόνο αργότερα, το 1971, ήταν μία από τις 343 γυναίκες που υπέγραψαν το Μανιφέστο υπέρ των αμβλώσεων, δηλώνοντας ότι και η ίδια είχε κάνει παράνομα άμβλωση, και συντελώντας, μαζί με άλλες προοδευτικές και διανοούμενες, θαρραλέες γυναίκες, στην αλλαγή του γαλλικού νόμου που τις απαγόρευε.
Ένα σημείο καμπής στην ιστορία του Θεάτρου του Ήλιου ήταν η διασκευή του «Μεφίστο», του μυθιστορήματος του Κλάους Μαν. Η Μνουσκίν παρουσίασε στη συνέχεια τρία έργα του Σαίξπηρ («Ριχάρδος ΙΙ», «Δωδέκατη Νύχτα» και «Ερρίκος IV») από τα δώδεκα που ήθελε να κάνει αρχικά με μια αισθητική επηρεασμένη από το ιαπωνικό θέατρο Καμπούκι και το ινδικό παραδοσιακό χοροθέατρο Κατακάλι, ενώ στα επόμενα έργα, π.χ. στην «Τρομερή, αλλά ημιτελή ιστορία του Norodom Sihanouk, Βασιλιά της Καμπότζης», ξεκίνησε έναν κύκλο σύγχρονων σκηνικών κειμένων που επιβεβαιώνουν το πολιτικό της όραμα και τη στάση της απέναντι στα ιστορικά γεγονότα. Ο κύκλος «Les Atrides» («Οι Ατρείδες») σηματοδοτεί μια επιστροφή στις αρχαίες ρίζες του θεάτρου και στην εγγύτητά τους με το σύγχρονο θέατρο. Την αρχαία τραγωδία διαδέχθηκε μια σειρά έργων που κορυφώθηκαν με τον «Ταρτούφο», μια παραγωγή που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, στην οποία το Θέατρο του Ήλιου αμφισβήτησε τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, με τον ομώνυμο χαρακτήρα να παρουσιάζεται ως ισλαμιστής φανατικός σε μια εποχή που υπήρχε ένα κίνημα κατά της μετανάστευσης ξένων στη Γαλλία. Σε επόμενες δουλειές ανανεώθηκαν οι δεσμοί του θεάτρου με την αφήγηση των λαϊκών παραμυθιών και το κουκλοθέατρο.
Με μια αισθητική που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση στις αρχές του 21ου αιώνα παρουσίασαν το «Τελευταίο καραβανσαράι - Οδύσσειες», ένα έργο-σταθμό, προφητικό, για έναν κόσμο που άλλαζε με τη μετανάστευση οριστικά. Το «Éphémères» του 2009 βασίστηκε σε εννέα μήνες αυτοσχεδιασμών που προέκυψαν από το ερώτημα που έθεσε η Μνουσκίν «τι θα κάνατε αν ανακαλύπτατε ότι όλη η ανθρωπότητα θα εξαφανιζόταν μέσα σε τρεις μήνες;». Η Μνουσκίν δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητά την πεμπτουσία του θεάτρου μέσα στην εποχή μας, ενσαρκώνοντας την αισθητική πρωτοτυπία.
Οι πρόβες του εκάστοτε έργου μπορεί να διαρκέσουν έως και έξι μήνες και η Μνουσκίν ενθαρρύνει τα μέλη της εταιρείας και το κοινό να βλέπουν τη σκηνή ως έναν ιερό χώρο. «Δουλεύουμε πολύ, επομένως η ζωή πρέπει να είναι όσο πιο ωραία γίνεται, και οι σχέσεις επίσης – είμαστε μια εταιρεία 75 ατόμων τώρα και, φυσικά, δημιουργούνται κρίσεις, προβλήματα. Μερικές φορές είναι κόλαση, μερικές φορές είναι τρομερό! Η εταιρεία είναι φτιαγμένη από ανθρώπινα όντα. Δεν είναι άγγελοι, ούτε και διάβολοι, μπορεί να είναι και τα δύο. Όλοι μπορούμε να είμαστε και τα δύο», είπε στην «Guardian» το 2012.
Η Αριάν Μνουσκίν θεωρείται από τις σκηνοθέτιδες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο και είναι η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Ίψεν ‒ της απονεμήθηκε το 2009 και το μοιράστηκε (τα 30.000 ευρώ που το συνόδευαν) με τους συναδέλφους της. Ο χαρακτηρισμός «σκηνοθέτιδα» δεν αρκεί για να περιγράψει αυτό που κάνει η Μνουσκίν: συμπεριλαμβάνει σε μια σοσιαλιστική και συνεργατική τέχνη όλους τους συμμετέχοντες, στη σκηνή, στα παρασκήνια και στο κοινό, προκειμένου να αφηγηθεί ιστορίες για τις μεγάλες κρίσεις του πολιτισμού, τις παλιότερες μάχες, τις διώξεις και την απελπισία των προσφύγων στην εποχή μας.
Η συνέπεια με την οποία ανταποκρίνεται στα πιστεύω της ενσαρκώνει αυτό το ιδανικό, το όνειρό της να δημιουργήσει ένα έργο που συνδυάζει την κοινωνική κριτική με την καλλιτεχνική επανάσταση σε ένα νέο πρότυπο για το ευρωπαϊκό θέατρο, εμπλέκοντας το κοινό ως δημιουργική δύναμη. Πολλές φορές το κοινό, που θεωρεί την παρακολούθηση μιας παράστασης της Μνουσκίν «εμπειρία», γίνεται μέρος της, κινείται μαζί με τους ηθοποιούς σε όλο τον χώρο του θεάτρου της κι έτσι τα πράγματα παρουσιάζονται από πολλές διαφορετικές οπτικές – κοινωνική κριτική και Ιστορία μέσα από την τελετουργία της πανάρχαιας ικανότητας του θεάτρου να σπάει τα καθημερινά πρότυπα και, μέσω της συλλογικής του δύναμης, να δημιουργεί νέα γνώση.
Χωρίς αμφιβολία είναι το πιο ριζοσπαστικό πρόσωπο της γενιάς της. Εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, στα 86 της χρόνια, να χτίζει γέφυρες μεταξύ των πολιτισμών και να δημιουργεί συνθέσεις δυτικών και ασιατικών θεατρικών παραδόσεων, παίρνοντας ταυτόχρονα μέρος στον πολιτικό διάλογο, χωρίς ποτέ να υποτάσσει το θέατρο στην πολιτική. Είναι μια «νομάδα της φαντασίας», όπως την έχει χαρακτηρίσει η ιστορικός του γαλλικού και γαλλόφωνου θεάτρου Τζούντιθ Μίλερ. Οι παραγωγές της σε κάνουν να αισθάνεσαι μέρος μιας γοητευτικής ιστορίας, ενός παραμυθιού που υπερβαίνει τη ζωή και ταυτόχρονα την αποκαλύπτει.
Πρόκειται για ένα φανταστικό ταξίδι που ρίχνει νέο φως στην Ιστορία και στη σύγχρονη κοινωνία, που εμπλουτίζει τη σκέψη και το συναίσθημα και τη δραματική γλώσσα, ενώ παράλληλα εμπνέει μια φαινομενικά παράδοξη πίστη στο μέλλον.
«Το να μπεις σε μια παραγωγή Μνουσκίν σημαίνει ότι μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο φαντασίωσης και φαντασίας που μας κάνει να ξεπερνάμε τους περιορισμούς μας, αμφισβητώντας τις άνετες ψευδαισθήσεις μας», έγραψε η επιτροπή που της απένειμε το βραβείο Ίψεν.
Ο θεατής που πρόκειται να δει μια παράστασή της Μνουσκίν καλό θα είναι να πάει προετοιμασμένος γι’ αυτό που θα δει και να ξέρει πως δεν πρόκειται να δει απλώς μια μεγάλη παραγωγή αλλά ότι θα πάρει μέρος σε μια συμμετοχική αρένα. «Δεν είμαστε μαγαζί. Είναι λυπηρό που χρειαζόμαστε τα λεφτά του κόσμου, αλλά δεν πουλάμε κάτι. Γι’ αυτό μισώ τη λέξη “παραγωγή”: δεν παράγεται κάτι, είναι τελετή, τελετουργία, είναι κάτι πολύ σημαντικό για την ψυχική σου δύναμη· βγαίνοντας από το θέατρο, πρέπει να είσαι πιο δυνατός». Η ίδια κυκλοφορεί πριν από την παράσταση ανάμεσα στο κοινό και επί σειρά ετών καθόταν στην είσοδο κόβοντας τα εισιτήρια και καλωσορίζοντάς το.
Το θέατρό της έχει χαρακτηριστεί μερικές φορές ως ουτοπικό. «Η ουτοπία δεν είναι αδύνατο· είναι κάτι που δεν έχει γίνει ακόμη», λέει. Συνοψίζοντας τη φιλοσοφία του οργανισμού, διασαφηνίζει: «Το Θέατρο το Ήλιου είναι το όνειρο του να ζεις, να εργάζεσαι, να είσαι ευτυχισμένος και να αναζητάς την ομορφιά και την καλοσύνη... Είναι η προσπάθεια να ζεις για υψηλότερους σκοπούς, όχι για πλούτο. Είναι πολύ απλό, πραγματικά».
Για τον θεατή του 21ου αιώνα το θέατρο της Μνουσκίν είναι μια απόδειξη ότι οι πηγές της τελετουργίας δεν έχουν στερέψει. Η συνολική εμπειρία που βιώνει ο θεατής, αυτό που μας δίνουν οι συντελεστές αυτών των παραστάσεων, είναι ό,τι μας έχει πάρει ο φαινομενικά απελπιστικός κόσμος μας: το θάρρος, τη συμπόνια και τη χαρά.
Info: Η παράσταση του Théâtre du Soleil και της Ariane Mnouchkine «Εδώ έχει δράκους / Hic sunt Dracones: Επεισόδιο Πρώτο (1917: Η νίκη ήταν στα χέρια μας)» θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στην Πειραιώς 260 από τις 30 Μαΐου έως τις 5 Ιουνίου 2025.
Πηγές:
Ariane Mnouchkine, «Notes to actors, first day of rehearsals, 2nd of april 2024»
Ariane Mnouchkine, «L’histoire commençait» (Text published in the special issue of the annual brochure of national celebrations for the 50 years of the Ministry of Cultural Affairs, 2009)
New York Times: «Behind the masks of a moralist»
Guardian, Le Monde, Theatre du Soleil