Το Καλά Κρυμμένα Μυστικά, Αθανασία έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μείξης του παλιού-νέου ελληνικού κινηματογράφου με το νέο προφίλ του καλλιτεχνικού σινεμά της χώρας μας, που προσπαθεί φιλότιμα να σταθεί στις αίθουσες. Εννοώ πως η ταινία αυτή, ενώ θα μπορούσε να έχει όλα τα συμπτώματα της εσωστρεφούς παραγωγής ενός ανούσιου ψυχογραφήματος, πατάει σε ένα δομημένο και συγκινητικό flashback για να αφηγηθεί την ιστορία της γυναίκας που ζει έναν πολύπλοκο έρωτα, πέρα από τις δυνάμεις της και τη χωρητικότητα του χωριού της, και κουβαλάει το άχθος στην ξενιτιά της. Με οδηγό την κόρη της, καρπό του άνομου και βίαιου έρωτά της, το προσωπικό μπαούλο ανοίγει και αποκαλύπτονται οι συνθήκες και τα γεγονότα. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, χωρίς όμως έμφαση στην εποχή, μιας και σε ένα μικρό τόπο ο νεωτερισμός είναι μηδενικός και τα αγκυλωμένα ήθη καλά κρατούν, το σκηνικό είναι ασφυκτικό και κολλημένο σε μια αχρονική παράδοση. Το νησί είναι φτωχό και σκληρό, όπως και οι άνθρωποι που το κατοικούν, ενώ οι νόμοι της μικρής κοινότητας συμβαδίζουν με τους νόμους της φύσης. Το ηφαίστειο, που κοιμάται κι ανασαίνει κάτω από τα πόδια τους, κρατά καλά κρυμμένες μνήμες από το παρελθόν. Η Αθανασία, δευτερότοκη κόρη χωρίς δικαιώματα στην πατρική περιουσία, σύμφωνα με το παλιό έθιμο, όταν παντρεύεται η μεγάλη αδελφή της, την ακολουθεί στο σπίτι της ως ψυχοκόρη. Η πρωτότοκη Γεωργία είναι η επιλογή της κοινότητας, η δευτερότοκη Αθανασία, η επιλογή της φύσης. Πλάσμα δυνατό, πρόσωπο γήινο, που γυρεύει μια θέση στη ζωή και στην αγάπη. Κάτω από την ίδια στέγη ξετυλίγεται ένας ιδιόμορφος, μυστικός και απαγορευμένος έρωτας. Η Αθανασία θα υποστεί τις συνέπειες και θα χαθεί για πάντα. Τριάντα χρόνια μετά, μία νεαρή γυναίκα έρχεται από τη Νέα Υόρκη για να βρει τις ρίζες της, τον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε. Είναι η κόρη της Αθανασίας. Εκτός από την τελετουργία της αλήθειας, σημασία για τον Καρκανεβάτο έχει η επιμονή στη μετέωρη έχθρα. Η Αθανασία ποτέ δεν συγχώρεσε τον εαυτό της για τη λαγνεία. Τη θεώρησε μίασμα και ο τρόπος με τον οποίο αντιστάθηκε στον Χρήστο θυμίζει θύμα σε βιασμό. Επακόλουθα, η σκιά της εμπειρίας της εκδηλώθηκε ασυνείδητα στον καρπό της ταραχώδους σχέσης της με αυτόν. Η κόρη της με εκείνη ζούσαν σαν όμοιοι πόλοι μιας ιδιαίτερα ηλεκτρικής ένωσης. Το ταξίδι είναι ένα ξεκαθάρισμα, έστω κι αν δεν παρουσιάζει κρίσεις εντυπωσιασμού, παρά μόνο σποραδικές, ανθρώπινες και εντελώς κατανοητές εκρήξεις, σαν και αυτές που συμβαίνουν σε φυσιολογικές οικογενειακές σχέσεις.

Η επιτυχία του σκηνοθέτη είναι πως τοποθετεί τις δυο γυναίκες σε ένα πλαίσιο θρίλερ. Σταλάζει μέσα τους το δηλητήριο της ανειλικρίνειας. Και το μετατρέπει σε ένα κινηματογραφικό παιχνίδι που διεξάγεται σε διαφορετικά γήπεδα, καθώς η Αθανασία της παλιάς εποχής λειτουργεί ως τρίτο πρόσωπο και ως απάντηση στα μυστικά που συννεφιάζουν τη μάνα και στοιχειώνουν την κόρη. Η ταινία έχει πολλά τρωτά. Το νησί, απροσδιόριστα κάπου στα Δωδεκάνησα, δεν είναι τόσο απειλητικό ή οργανικό όσο προτίθεται να το κάνει να φαίνεται ο Καρκανεβάτος. Η ερμηνεία του Γιώργου Καραμίχου είναι άνιση - καλός στα ενεργητικά κομμάτια της αρχής, και αρκούντως ζωώδης και υποκριτής, αλλά άνευρος στα μέρη όπου εμφανίζεται γερασμένος. Και ο πατέρας, ο μετέπειτα σύζυγος της Αθανασίας στην Αμερική, παίζει σε άλλη ταινία. Και η υπόθεση παραπέμπει σε άλλες ιστορίες που κατ' επανάληψη έχουμε δει στο σινεμά, διεθνώς. Δεν πειράζει ωστόσο. Η Αθανασία ολοκληρώνει τη διαδρομή της με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες. Με επίκεντρο τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την αδυναμία διαφυγής από το βάσανο ενός τόσο σημαντικού μυστικού, αποδεικνύει πως η καρδιά μιλάει δυνατά, ακόμη κι αν αποφεύγει τα λόγια. Η δύναμη της ταινίας κρύβεται στη μυστική της γλώσσα.