Κωνσταντίνος Πίττας: Η Πρωτοχρονιά μου στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου

Κωνσταντίνος Πίττας: Η Πρωτοχρονιά μου στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου Facebook Twitter
Θυμάμαι, μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο διαφορετικοί ήσαν οι άντρες από τις γυναίκες απέναντι σε αυτό που περνούσαν: οι άντρες ήσαν σαν να φορούσαν μια μάσκα, στα πρόσωπα των γυναικών όμως διάβαζες τα πάντα.
1

Σ’ έναν κεντρικό δρόμο του Βουκουρεστίου στεκόταν αυτός ο ανθρωπάκος, προσπαθούσε να πουλήσει κάτι ψευτοπράματα, κάτι παπάκια σε κρατική λοταρία. Πέρασα από κει πολλές φορές στη διάρκεια της μέρας, στεκόταν πάντα εκεί, στην εσοχή της πόρτας, για να προστατεύεται από τον παγωμένο αέρα και το χιόνι που έπεφτε.

Μετρούσα τα παπάκια στον πάγκο του, δεν πούλησε ούτε ένα. Δεν ξέρω τι περίμενε, τι έβλεπε. Πίσω του, η βιτρίνα με ένα δεντράκι και λίγα λαμπιόνια. Οι λιγοστοί περαστικοί περπατούσαν στο παγωμένο χιόνι, ψάχνοντας μάταια να βρουν τα στοιχειώδη τελευταία στιγμή. Δεν ακουγόταν τίποτα.

Είχα φτάσει παραμονή Χριστουγέννων του '86 στο Βουκουρέστι, μόνος, για να περάσω μια εβδομάδα μέχρι την Πρωτοχρονιά και να φωτογραφίσω. Έκανε απίστευτο κρύο, ήταν ο πιο κρύος χειμώνας εδώ και δεκαετίες, απ' ό,τι έλεγαν. Η πρώτη εντύπωση ήταν σοκαριστική, δεν υπήρχε θέρμανση πουθενά, σε κανέναν κλειστό χώρο στην πόλη, δεν υπήρχαν ούτε τρόφιμα.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό που είδα στην ουρά ενός κρεοπωλείου: το κλειστό φορτηγό να φτάνει κάποια στιγμή, φασαρία αδημονίας στην τεράστια ουρά, ανοίγουν οι πόρτες και κάποιοι βγάζουν τα σφαγμένα ζώα, τους σκελετούς τους δηλαδή! Είχαν ξεκοκαλίσει τα ζώα αλλού, για τις εξαγωγές προφανώς, και τώρα έφερναν στον κοσμάκη που περίμενε με αγωνία τα κόκαλα για μια σούπα.

Έμενα σ' ένα άθλιο ξενοδοχείο –«Categoria II»‒, πλήρωνα με δολάρια, αλλά δεν είχε θέρμανση. Δεν πρέπει να είχε πάνω από 5 βαθμούς θερμοκρασία μέσα στο δωμάτιο, κοιμόμουν με τα ρούχα. Καταθλιπτικό περιβάλλον, η εγκατάλειψη σε έπνιγε. Και απέραντη μοναξιά βέβαια, το να ταξιδεύεις για να δεις τις ζωές των άλλων είναι έτσι κι αλλιώς πολύ μοναχικό πράγμα. Το να φωτογραφίζεις σημαίνει ότι είσαι μόνος.

Άνοιγα την τηλεόραση για παρέα κι έπεφτα κάθε βράδυ πάνω στην Έλενα Τσαουσέσκου να διαβάζει κάτι από ένα χαρτί. Στο διπλανό δωμάτιο, Βούλγαροι, εργοδηγοί ή κάτι παρόμοιο, μεθούσαν κάθε βράδυ, φώναζαν και κοπανούσαν τους τοίχους. Έξω, στους παγωμένους δρόμους, ένιωθα πολύ καλύτερα.

Το κρύο δεν με πείραζε, μου άρεσε, περπατούσα όλη μέρα. Έβγαινα από το ξενοδοχείο στις 7 το πρωί κι έπεφτα πάνω στις ουρές. Ο κόσμος ήταν στημένος από τη νύχτα και περίμενε. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό που είδα στην ουρά ενός κρεοπωλείου: το κλειστό φορτηγό να φτάνει κάποια στιγμή, φασαρία αδημονίας στην τεράστια ουρά, ανοίγουν οι πόρτες και κάποιοι βγάζουν τα σφαγμένα ζώα, τους σκελετούς τους δηλαδή!

Είχαν ξεκοκαλίσει τα ζώα αλλού, για τις εξαγωγές προφανώς, και τώρα έφερναν στον κοσμάκη που περίμενε με αγωνία τα κόκαλα για μια σούπα... Σκούρα καφετιά κόκαλα. Αλλού ουρές για δύο αυγά ή για ένα τόσο δα κομματάκι βούτυρο. Και ο κόσμος περίμενε, περίμενε τσακισμένος μέσα στο χιόνι. Κι όταν καθένας έφτανε πρώτος στην ουρά ήταν περίπου ευγνώμων γι’ αυτό που του έδιναν...

Η ουρά είχε και «παιδευτικό» χαρακτήρα. Έβλεπα τους αξιωματούχους του καθεστώτος να περπατάνε στους χιονισμένους δρόμους, φορώντας τα μακριά δερμάτινα παλτά τους, και τον κόσμο να φεύγει δεξιά-αριστερά στο πέρασμά τους, να εξαφανίζεται. Έβλεπα μικρά παιδιά ξυπόλυτα, τσιγγανόπουλα, να καθαρίζουν το χιόνι από τους δρόμους και λίγο πριν σκοτεινιάσει τον ομαδάρχη να τους πετάει ένα ψωμί.

Κωνσταντίνος Πίττας: Η Πρωτοχρονιά μου στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου Facebook Twitter
Έμενα σ' ένα άθλιο ξενοδοχείο –«Categoria II»‒, πλήρωνα με δολάρια, αλλά δεν είχε θέρμανση.

Είδα ολόκληρες γειτονιές να έχουν γίνει μπάζα για να χτιστεί το παλάτι του λαομίσητου ζεύγους και τις πολυτελείς κατοικίες των δικών του ανθρώπων να θεμελιώνονται γύρω του. Θυμάμαι την αφόρητη μυρωδιά των σωμάτων μέσα στο μετρό, γιατί το ζεστό νερό στα σπίτια ερχόταν για μια ώρα μόνο, τη νύχτα.

Θυμάμαι, μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο διαφορετικοί ήσαν οι άντρες από τις γυναίκες απέναντι σε αυτό που περνούσαν: οι άντρες ήσαν σαν να φορούσαν μια μάσκα, στα πρόσωπα των γυναικών όμως διάβαζες τα πάντα.

Θυμάμαι κι εκείνο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Στις κεντρικές λεωφόρους της πόλης πάντα η ίδια καταθλιπτική νέκρα. Δεν γινόταν τίποτα, δεν είχε γιορτές και τέτοια, ούτε φώτα, μέσα στο σκοτάδι ήμασταν ‒ στο Βουκουρέστι ήταν μονίμως στο σκοτάδι, γιατί υπήρχε αυτή η ψύχωση με την εξοικονόμηση ενέργειας. Άκουγες μόνο πνιγμένες φωνές εδώ και κει.

Κάποιοι τα είχαν πιει, μόνοι τους, και τώρα έβγαιναν έξω, καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα που θ’ άλλαζε ο χρόνος. Σε ένα σημείο είδα νεαρούς με κρεμασμένα παγοπέδιλα στον ώμο. Τους ακολούθησα μέχρι το πάρκο. Εκεί, σ’ ένα ξέφωτο, ένα μεγάλο παγωμένο επίπεδο άνοιγμα, κόσμος αρκετός έκανε πατινάζ. Θόρυβος από τις λάμες στον πάγο, μόνο αυτό ακουγόταν.

Δεν υπήρχαν φώτα τριγύρω. Ερχόταν όμως ένα παράξενο θαμπό φως από ψηλά, από τον ουρανό, και αγκάλιαζε τους ανθρώπους στον πάγο, είχε κάτι το απόκοσμο όλο αυτό. Αρκετό φως, σαν να ξημέρωνε, και ήταν ακόμα δώδεκα.

____________________

Ο Κωνσταντίνος Πίττας είναι φωτογράφος. Το τελευταίο του λεύκωμα «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης» κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες

Ταξίδια
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Ταξίδια / Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Η συντριπτική πλειονότητα των αναβατών είναι πελάτες που πληρώνουν εξαψήφια ποσά και μεταξύ αυτών που ανέβηκαν πρόσφατα στην «κορυφή του κόσμου» ήταν κάποιοι τυφλοί, δύο 13χρονοι, αρκετοί εβδομηντάρηδες, ακόμη και άτομα που είχαν υποστεί διπλό ακρωτηριασμό.
THE LIFO TEAM
«Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Ο Μάριος Γκρόγκος μιλά για τον τόπο του με την ανεμπόδιστη θέα στον μεσσηνιακό κάμπο, για ένα μέρος που πια έχει όλα κι όλα δύο μαγαζιά – έχει όμως και μια ομάδα κατοίκων που στήνει φεστιβάλ και εκθέσεις φωτογραφίας και ανανεώνει εθελοντικά την όψη του χωριού.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Αβινιόν/Αρλ

Ταξίδια / Ένα road trip στην Αβινιόν των επτά Παπών και στην Αρλ του Βαν Γκογκ

Γοτθική αρχιτεκτονική, μια «δεύτερη Ρώμη», πολλά δωρεάν μουσεία, φοιτητές να πίνουν μπύρες σε ζωντανές πλατείες και φιλότεχνοι που αναζητούν την αύρα που ενέπνευσε τον Ολλανδό ζωγράφο, αλλά και τον Πικάσο και τον Γκογκέν. Δυο πόλεις που σε κάνουν να ξεχνάς με το ιστορικό τους κέντρο όλα τα βάσανα του ταξιδιού.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, σε ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Γειτονιές της Ελλάδας / Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Ο Φίλιππος Φραγκούλης άφησε πίσω του μια πολυετή καριέρα στις τράπεζες προκειμένου να επιστρέψει στις ρίζες του, στην Τύμφη. Αντικατέστησε τα meetings με τα πυκνά δάση που αποτελούν πλέον το φόντο της νέας του πορείας στη ζωή, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πια τις δυσκολίες ενός ορεινού τόπου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Γειτονιές της Ελλάδας / Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Ο Άρης Αβέλλας περιγράφει τη ζωή του στη Σαμαρίνα, σε ένα μέρος που τραβάει την προσοχή ξένων αλπινιστών, σε έναν τόπο όπου όταν λιώνουν τα χιόνια μπορεί κανείς να βολτάρει σε καταρράκτες, να θαυμάσει άγρια ζώα, να δροσιστεί σε βάθρες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ
Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Ταξίδια / Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Σε έναν αλλόκοτο υπερμεγέθη όγκο που ορθώνεται στην έρημο θυμίζοντας σεληνιακό τοπίο λειτουργεί ένα οικολογικό και απόλυτα μίνιμαλ αισθητικής ξενοδοχείο χωρίς ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο τόπος μου, ο Κάμπος της Χίου

Γειτονιές της Ελλάδας / H ζωή μου στον Κάμπο της Χίου, εκεί που οι λαλάδες κοκκινίζουν τη γη

Η Μάρω Χατζελένη περιγράφει την καθημερινότητά της στον τόπο που μεγάλωσε και επέστρεψε, σε ένα μέρος όπου αρχοντικά, περιβόλια και στέρνες με πηγάδια συνυπάρχουν μαγικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Καλοσκοπή

Γειτονιές της Ελλάδας / Mπορεί να ξαναζωντανέψει ένα χωριό είκοσι ατόμων στο βουνό της Γκιώνας;

Μια ομάδα κατοίκων φιλοδοξεί να αναζωογονήσει ένα ορεινό χωριό με άπλετο πράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά και πηγές, την Καλοσκοπή Φωκίδας που βρίσκεται μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την Αθήνα. Και δείχνει να τα καταφέρνει!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, οι Λειψοί

Γειτονιές της Ελλάδας / Η ζωή μου στους ακριτικούς Λειψούς, εκεί που σταματά ο χρόνος

Ο Κωνσταντίνος Μπουράκης μας μιλά για τη ζωή στο νησί που κερδίζει την υπογεννητικότητα και αποτελεί έναν από τους πιο ποιοτικούς οικολογικούς προορισμούς της Ελλάδας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ

σχόλια

1 σχόλια
Ναι αλλα ειχαν αξιοπρεπεια οπως την εννοει ενα συγγενες μυαλο της Τσαουσέσκου εδω που πισω απο προκατ χαμογελα ευχεται να είχε κ την κυβερνηση κ την εξουσια κ γιατι οχι κ μια θεση στην Ακαδημία. Οι πιο λυσασμενοι εξουσιαστες έχουν ντυθει τη προβιά του αντισυστημικου.