Twominutes Angie: H Πρωτοχρονιά μου στη Σεούλ με έρωτα, βουδιστές μοναχούς και πολύ σκόρδο

Twominutes Angie: H Πρωτοχρονιά μου στη Σεούλ με έρωτα, βουδιστές μοναχούς και πολύ σκόρδο Facebook Twitter
Τριγύρω μας, οι Κορεάτες βουδιστές έτρωγαν αμίλητοι, απόλυτα συγκεντρωμένοι στην τροφή τους, λίγη, νόστιμη και θρεπτική, και φεύγοντας έριχναν μια ματιά και σ’ εμάς κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, σαν να μας σέβονταν
0

Οι φίλοι μου έχουν βαρεθεί να ακούν την ιστορία αυτή, αλλά ο σύντροφός μου κι εγώ γελάμε πολύ κάθε φορά που τη θυμόμαστε, γελάμε με το «πώς ήμασταν τότε», αλλά και συγκινούμαστε με την πεποίθηση που είχαμε ότι η σωτηρία της ψυχής μας ήταν τότε προ θυρών.

Είχαμε γνωριστεί το καλοκαίρι του 1992 και παραμονές Πρωτοχρονιάς ήδη είχαμε αποφασίσει ότι είμαστε αδελφές ψυχές και –γιατί όχι;– να ζήσουμε μαζί στην… εξωτική (τουλάχιστον έτσι νόμιζα!) Σεούλ, τόπο εργασίας του.

Ακούς Κορέα, κοιτάς τον χάρτη, «κοντά» λες αχ! η Ταϊλάνδη, ω! το Βιετνάμ, ζέστη θα έχει, αλλά, φευ, όποιος δεν έχει νιώσει τον κορεάτικο χειμώνα δεν ξέρει τι θα πει κρύο, κοίτα πιο πάνω στον χάρτη ερωτευμένη ανόητη μικρή, να η παγωμένη Ρωσία καπέλο της!

Ποιος τρελά ερωτευμένος όμως νοιάστηκε ποτέ για παλτό και για σκουφιά, μελέτησε το κλίμα πριν από ένα ταξίδι ή βασίστηκε στις μετεωρολογικές προβλέψεις πριν φύγει στο όνομα του έρωτα, ποιος νοιάστηκε για αδιάβροχες μπότες με επένδυση γούνα; Όλοι απλώς φορέσαμε το καπελάκι μας στραβά και φύγαμε πετώντας στα σύννεφα, όχι;

Η Σεούλ το 1992 βρισκόταν στα απόνερα της δόξας των Ολυμπιακών Αγώνων του 1988 και ήταν τότε που οι πολυεθνικές εταιρείες τροφίμων, οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες και οι παγκόσμιες επενδύσεις ξεκινούσαν για να μετατραπεί αυτή η ιδιαίτερης ομορφιάς χώρα (δεν τη λες κούκλα όπως την Ελλάδα, αλλά έχει μερικά όμορφα μέρη) σε έναν ακόμη απρόσωπο τόπο, με την παραδοσιακή της κουζίνα από τα πρώτα θύματα.

Κάπνιζαν σαν τσιμινιέρες και έπιναν μέχρι τελικής πτώσεως, τραγουδούσαν και γλεντούσαν αγκαλιασμένοι στις γιορτές τους και τις Κυριακές σκαρφάλωναν στους τριγύρω λόφους της Σεούλ και έβγαζαν άναρθρες χαλαρωτικές κραυγές, για να συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά όλη την ερχόμενη εβδομάδα

Τότε, το ρύζι, οι ρίζες, τα χόρτα, τα έντομα, τα ψάρια και τα ψαρικά αποτελούσαν τον κορμό της κορεάτικης κουζίνας, το λαστιχωτό τυρί σε φέτες, τα club sandwiches, τα αφράτα ψωμιά και τα burgers σερβίρονταν μόνο στην αμερικάνικη βάση στο κέντρο της πρωτεύουσας και σε ορισμένα μεγάλα ξενοδοχεία και μόνο το Hilton, θυμάμαι, είχε ένα ιταλικό εστιατόριο για όποιον λαχταρούσε καρμπονάρα και τιραμισού.

Οι Κορεάτες, κατά συνέπεια, έτρωγαν υγιεινά και κατά βάση χορτοφαγικά (ένεκα και του βουδιστικού τους παρελθόντος, που σιγά-σιγά έσβηνε, δίνοντας περισσότερο χώρο στον χριστιανισμό, αλλά και στον αθεϊσμό), κατανάλωναν ελάχιστα γαλακτοκομικά και γλυκά και γυμνάζονταν καθημερινά και με τρέλα.

Κάπνιζαν σαν τσιμινιέρες και έπιναν μέχρι τελικής πτώσεως, τραγουδούσαν και γλεντούσαν αγκαλιασμένοι στις γιορτές τους και τις Κυριακές σκαρφάλωναν στους τριγύρω λόφους της Σεούλ και έβγαζαν άναρθρες χαλαρωτικές κραυγές, για να συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά όλη την ερχόμενη εβδομάδα – ο δυτικός τρόπος ζωής θέλει πολλά λεφτά και πολλές ώρες εργασίας. Η οικονομία ανθούσε με τις ξένες επενδύσεις, τις δυναμικές κορεάτικες αυτοκινητοβιομηχανίες και τις εταιρείες ηλεκτρονικών και, όπως είναι φυσικό, κάθε πολιτισμική έκφραση δεχόταν την πίεση της γοργά επερχόμενης παγκοσμιοποιημένης αγοράς και τρόπου ζωής.

Τα τρία χρόνια που μείναμε εκεί οι αλλαγές ήταν εντυπωσιακές και τα ράφια στα σούπερ μάρκετ, που αντικαθιστούσαν τις υπαίθριες αγορές, πλημμύριζαν τυποποιημένα προϊόντα γνωστών δυτικοευρωπαϊκών εταιρειών διατροφής, άγνωστα μέχρι τότε στους περισσότερους Κορεάτες, που με τη δύναμη της τηλεόρασης και των περιοδικών (μιλάμε για το 1992, π.Χ. μού φαίνεται!) έσπευδαν να τα αγοράσουν, αποκτώντας έτσι το φθηνότερο «εισιτήριο» για τον δυτικό τρόπο ζωής και διατροφής.

Φτάσαμε στη Σεούλ παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1993. Οι Κορεάτες είχαν αρχίσει εδώ και κάμποσα χρόνια να γιορτάζουν, εκτός από το δικό τους Νέο Έτος, το Hangul, που συμπίπτει ημερολογιακά με τo κινέζικο Νέο Έτος, και τη δυτική Πρωτοχρονιά, ψήνοντας πλέον γαλοπούλες και… πανετόνε και πίνοντας πανάκριβα ουίσκι, αντί να συνεχίζουν να ψιλοκόβουν και να τρώνε τις ριζούλες και τα φυλλαράκια των άγριων χόρτων, να ανοίγουν τα κιούπια με το σκορδάτο kimchi (μια πίκλα λάχανου και κόκκινου πιπεριού με ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΚΟΡΔΟ), να βράζουν τα ζωντανά καβούρια, τις γαρίδες και τα παστά μικρά ψαράκια τους, τα ψητά κρεατικά στο bulgogi (σαν γιαπωνέζικο τεπανιάκι), το κρασί από ρύζι, τα noodles, το αριστουργηματικό bibimbap και βέβαια τόνους νόστιμου ολόλευκου ρυζιού μαγειρεμένου στον ατμό.

Eμείς τότε ήμασταν ερωτευμένοι, αλλά πιο σφόδρα ερωτευμένοι με τον βουδισμό. Πηγαίναμε στο πανεπιστήμιο που λειτουργούσε μέσα στην αμερικάνικη βάση και παρακολουθούσαμε μαθήματα βουδιστικής φιλοσοφίας, διαβάζαμε αγκαλιά το Tibetan Book of Living and Dying, αναρωτιόμασταν τι είναι τελικά η ευτυχία αν όχι αυτό που ζούσαμε και επισκεπτόμασταν κορεάτικα τέμπλα σε όμορφα ψηλά βουνά και κήπους με μανόλιες που, θυμάμαι, φύτεψε ένας Αμερικανός μεταφραστής στον Κορεάτικο Πόλεμο, τότε που η Κορέα σκίστηκε στα δύο και πολλές οικογένειες μοιράστηκαν σε δύο κράτη, χάνοντας συγγενείς, μερικές φορές και τα ίδια τους τα παιδιά.

Ήμασταν αλλού!

Αισθανόμασταν τη θωπεία του βουδισμού, νιώθοντας ταυτόχρονα –ηθελημένα ή αθέλητα, αυτό ακόμα το συζητάμε– ακόμα πιο μακριά από τις «αναπτυγμένες» χώρες και τις μεταμοντέρνες κουλτούρες μας, που ήδη είχαν χάσει επαφή με το ανθρώπινο μέτρο και την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής για μυθολογία, πίστη και φιλοσοφία. Σαν χαζό, λοιπόν, μπήκα κι εγώ στο πρώτο μου βουδιστικό –εννοείται χορτοφαγικό, αστειεύεσαι;– εστιατόριο, για να γιορτάσω την πρώτη μας παραμονή Πρωτοχρονιάς, κοιτώντας μαγεμένη τριγύρω μου και ρωτώντας τον σύντροφό μου (που μέτραγε ήδη τέσσερα χρόνια στην Ασία) χιλιάδες πράγματα για το ασιατικό φαγητό.

Twominutes Angie: H Πρωτοχρονιά μου στη Σεούλ με έρωτα, βουδιστές μοναχούς και πολύ σκόρδο Facebook Twitter

Χαζεύοντας τη λιτή μοναστηριακή διακόσμηση, ρωτούσα πώς λέμε στα κορεάτικα «ευχαριστώ» (γιατί ένιωθα να πω «ευχαριστώ» όταν έτρωγα αυτό το χορτοφαγικό φαγητό), πώς λέμε «παρακαλώ», «καλημέρα», αν οι ακρίδες που σέρβιραν στις υπαίθριες καντίνες είναι σαν να τρως τσιπς ή όχι, αν έχει δοκιμάσει φίδι στην Κίνα, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να κρατάς τα chopsticks για να απολαύσεις και τον τελευταίο κόκκο ρυζιού στο μπολ σου, δοξάζοντας έτσι τη φύση που το μεγάλωσε και τον αγρότη που το φρόντισε, αν θα φάει το σκορδάτο kimchi και, αν ναι, μόνο τότε να το φάω κι εγώ...

Οι Κορεάτες είχαν αρχίσει εδώ και κάμποσα χρόνια να γιορτάζουν, εκτός από το δικό τους Νέο Έτος, το Hangul, που συμπίπτει ημερολογιακά με τo κινέζικο Νέο Έτος, και τη δυτική Πρωτοχρονιά, ψήνοντας πλέον γαλοπούλες και... πανετόνε και πίνοντας πανάκριβα ουίσκι, αντί να συνεχίζουν να ψιλοκόβουν και να τρώνε τις ριζούλες και τα φυλλαράκια των άγριων χόρτων, να ανοίγουν τα κιούπια με το σκορδάτο kimchi ―μια πίκλα λάχανου και κόκκινου πιπεριού με πάρα πολύ σκόρδο

Καθίσαμε στο πάτωμα οκλαδόν, σε σκληρά λεπτά μεταξωτά μαξιλαράκια με κρόσσια από φαντεζί ροζ, κόκκινο και πράσινο, είπαμε μια μικρή προσευχή που ήταν ευγενικά γραμμένη και στα αγγλικά και με τρομερό τρακ ξεκινήσαμε να τρώμε κοιτάζοντας τριγύρω για να δούμε πώς τρώνε οι Κορεάτες (ναι, το αργό και ηδονικό ρέψιμο επιτρεπόταν τότε), πώς τιμούν το φαγητό τους (δεν πολυλογούν στο τραπέζι), πώς το απολαμβάνουν (καταβροχθίζοντάς το σχεδόν αμάσητο και ρουφώντας τα noodles τους!), για να το κάνουμε κι εμείς και να γίνουμε λίγο Kορεάτες, λίγο περισσότερο Kορεάτες και λιγότερο ηλίθιοι μιμητικοί καταναλωτές παχυντικών αμερικάνικων burgers και αφράτης ιταλικής πίτσας με εφτά κιλά πλαστικό τυρί λαστιχωτό, μήπως κι έτσι σώσουμε όχι μόνο το κορμί μας από βέβαιο θάνατο αλλά και την ψυχή μας από μυριάδες ανεκπλήρωτες μετεμψυχώσεις.

Τριγύρω μας, οι Κορεάτες βουδιστές έτρωγαν αμίλητοι, απόλυτα συγκεντρωμένοι στην τροφή τους, λίγη, νόστιμη και θρεπτική, και φεύγοντας έριχναν μια ματιά και σ’ εμάς κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, σαν να μας σέβονταν – μη μας σέβεστε, μη μας σέβεστε καθόλου, ήθελα να τους πω, εμείς σας σεβόμαστε που τρώτε ρίζες και βγάζετε άναρθρες χαλαρωτικές κραυγές και ελπίζετε στην ένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα και στη μετεμψύχωση, είσαι σίγουρος ότι θέλεις να επιστρέψεις σαν δελφίνι στην επόμενη ζωή σου, αγάπη μου;

Εμείς την πατήσαμε, ήθελα να τους ομολογήσω, μη μας σέβεστε καθόλου, μην την πατήσετε κι εσείς, να συνεχίσετε να πηγαίνετε για ψάρεμα και να συλλέγετε άγριες ρίζες, να μη γίνετε χοντροί και άρρωστοι και μαλθακοί αλλά να μείνετε, αν και κοντούληδες, δυνατοί, ευλύγιστοι και υγιείς, και το φαγητό σας να μείνει μέρος μιας ιεροτελεστίας, της πιο απλής καθημερινής ιεροτελεστίας εδώ και εκατομμύρια fucking χρόνια και όχι μανία, τηλεοπτικός διαγωνισμός και κύρια αιτία για τον διαβήτη τύπου Β.

Δεν τα έφαγα όλα εκείνη την παραμονή (θα δοκίμαζα τα περισσότερα στο εγγύς μέλλον, σε σημείο που το άρωμα του σκόρδου από το πολύ kimchi δεν θα με ενοχλούσε πια, ούτε νωρίς το πρωί στο ασανσέρ για τη δουλειά), αλλά τα δοκίμασα όλα, ναι, και τις τραγανές ακρίδες στις τριγύρω χώρες. Εννοείται ότι εκείνο το βράδυ ζήτησα και δεύτερο μπολ με ρύζι. Εννοείται ότι το επόμενο πρωί κάναμε ομελέτα με αυγά και τυρί γκούντα που είχαμε προμηθευτεί στο αεροδρόμιο φεύγοντας μέσω Άμστερνταμ – ο δικός μας βουδισμός ήταν όπως ήταν τότε και η Σεούλ, ένα κράμα που σε λίγο δεν θα έκανε πια νόημα, κράμα ενός κόσμου που επί χιλιετίες ήξερε τι κάνει καλό στον άνθρωπο και τι τον κάνει ευτυχισμένο, αλλά με μια ηλίθια προσδοκία ήθελε να πάει εκεί, εκεί όπου το φαγητό δεν κάνει πια κανένα νόημα, είτε στη Δύση, είτε στην Ανατολή, είτε στη Σεούλ, αρχής γενομένης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1993 (π.Χ.).

Angelina Kalogeropoulou, food blogger and writer, www.twominutesangie.com

Ταξίδια
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Γειτονιές της Ελλάδας / Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Ο Άρης Αβέλλας περιγράφει τη ζωή του στη Σαμαρίνα, σε ένα μέρος που τραβάει την προσοχή ξένων αλπινιστών, σε έναν τόπο όπου όταν λιώνουν τα χιόνια μπορεί κανείς να βολτάρει σε καταρράκτες, να θαυμάσει άγρια ζώα, να δροσιστεί σε βάθρες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ
Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Ταξίδια / Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Σε έναν αλλόκοτο υπερμεγέθη όγκο που ορθώνεται στην έρημο θυμίζοντας σεληνιακό τοπίο λειτουργεί ένα οικολογικό και απόλυτα μίνιμαλ αισθητικής ξενοδοχείο χωρίς ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο τόπος μου, ο Κάμπος της Χίου

Γειτονιές της Ελλάδας / H ζωή μου στον Κάμπο της Χίου, εκεί που οι λαλάδες κοκκινίζουν τη γη

Η Μάρω Χατζελένη περιγράφει την καθημερινότητά της στον τόπο που μεγάλωσε και επέστρεψε, σε ένα μέρος όπου αρχοντικά, περιβόλια και στέρνες με πηγάδια συνυπάρχουν μαγικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Καλοσκοπή

Γειτονιές της Ελλάδας / Mπορεί να ξαναζωντανέψει ένα χωριό είκοσι ατόμων στο βουνό της Γκιώνας;

Μια ομάδα κατοίκων φιλοδοξεί να αναζωογονήσει ένα ορεινό χωριό με άπλετο πράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά και πηγές, την Καλοσκοπή Φωκίδας που βρίσκεται μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την Αθήνα. Και δείχνει να τα καταφέρνει!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, οι Λειψοί

Γειτονιές της Ελλάδας / Η ζωή μου στους ακριτικούς Λειψούς, εκεί που σταματά ο χρόνος

Ο Κωνσταντίνος Μπουράκης μας μιλά για τη ζωή στο νησί που κερδίζει την υπογεννητικότητα και αποτελεί έναν από τους πιο ποιοτικούς οικολογικούς προορισμούς της Ελλάδας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Βίνιανη

Γειτονιές της Ελλάδας / Βίνιανη: Πώς ένας καθηγητής προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή σ' ένα χωριό στα Άγραφα

Μια συζήτηση με τον Νίκο Μπελαβίλα, καθηγητή Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, που προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό για το ιστορικό χωριό Βίνιανη των Αγράφων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ