Ήμασταν πολύ νέοι και χωρίς δικό μας αυτοκίνητο όταν αποφασίσαμε να περάσουμε ένα Σαββατοκύριακο στα Τρίκαλα Κορινθίας, για των οποίων την ύπαρξη δεν είμαι σίγουρη από πού είχαμε ακούσει – πάντως, τα είχαμε εντοπίσει στον χάρτη.
Για αρχή, βγάλαμε χαρωποί εισιτήρια και πήραμε από τον Πειραιά το τρένο για Ξυλόκαστρο – κάτοικοι Σαλαμίνας γαρ. Όταν αφιχθήκαμε στην παραθαλάσσια κωμόπολη, που χρωστάει το όνομά της σε έναν ξύλινο στρατώνα/παρατηρητήριο, φορτωθήκαμε τα διάφορα και κινήσαμε προς αναζήτηση του ΚΤΕΛ.
Τριγυρίσαμε λίγο ψάχνοντας και φτάσαμε τελικά στον προορισμό μας, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε ότι λεωφορείο για τα Τρίκαλα είχε την επόμενη μέρα – τρελή επιτυχία, εξαιρετική οργάνωση!
Λένε πως «όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια», στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, τα πόδια δεν ήταν ακριβώς η λύση που προτιμούσαμε. Απελπισμένοι, πετύχαμε ένα ταξί και ο οδηγός δεν μας πήρε, όπως φοβόμασταν, το σκαλπ: με ένα πεντοχίλιαρο –δεκαπέντε ευρώ για την Gen Z– μας ανέβασε στα Τρίκαλα. Για την ακρίβεια στα Άνω Τρίκαλα, καθώς μόνο εκεί υπήρχε τω καιρώ εκείνω τουριστική υποδομή.
Όπου και να περπατήσετε, όπου και να σταθείτε, γύρω σας ξεχειλίζει η ομορφιά. Πιείτε άφοβα νερό από τις πηγές, είναι πράγματι «χορταστικό» με έναν τρόπο που ομολογώ ότι δεν μπορώ να εξηγήσω.
Από το πρώτο, περιπετειώδες πέρασμά μας κύλησε πολύς καιρός: τα Τρίκαλα Κορινθίας έγιναν δημοφιλής προορισμός για τους «σκασμένους» από την καθημερινότητα Αθηναίους, δεν έπαψαν όμως ποτέ να είναι και για εμάς ένας αγαπημένος τόπος, συνυφασμένος, επιπλέον, με μια σειρά από αστείες ιστορίες, παλιότερες αλλά και πρόσφατες.
Πρώτη ημέρα
Σε αυτήν την παρθενική μας εξόρμηση, διαπιστώσαμε ότι εκτός από την Άνω, Κάτω, Πέρα και Δώθε Παναγιά του Διονύση Παπαγιανόπουλου, υπάρχουν και τα Άνω, Μεσαία και Κάτω Τρίκαλα Κορινθίας.
Αφού τακτοποιηθήκαμε σε ένα «αρχαίο» ξενοδοχείο στα Άνω Τρίκαλα –στο οποίο την τελευταία μέρα παραλίγο να βάλω φωτιά, όταν ακούμπησε η συνθετική κουρτίνα στην «κουκουνάρα» που μας έδωσαν για να μην ανάψουν κεντρική θέρμανση–, ξεκινήσαμε με προορισμό μια κρήνη που είχαμε εντοπίσει κοντά στην είσοδο του χωριού.
Όταν βγάλαμε γκαζάκι, μπρίκι και τα χρειώδη για να απολαύσουμε το καφεδάκι μας στη φύση –ήμασταν και μερακλήδες–, ένας ντόπιος που περνούσε μάς έπιασε την κουβέντα, επαινώντας το νερό του χωριού, που ήταν υγιεινό, «χορταστικό» και παλιά προσέλκυε στην περιοχή μέχρι και βασιλιάδες.
Τα Τρίκαλα, λοιπόν, ήδη από τη δεκαετία του 1920 ήταν εξαιρετικά δημοφιλή, και όχι ακριβώς για αισθητικούς λόγους, όπως κανείς θα φανταζόταν: το εξαιρετικό τους κλίμα σε συνδυασμό με τα κρυστάλλινα νερά των πηγών ήταν ιδανικά για όσους έπασχαν από φυματίωση.
Τα καλοκαίρια η περιοχή γέμιζε από όσους ήθελαν να αποφύγουν τη ζέστη, σταδιακά όμως άρχισε να αναπτύσσεται και ο χειμερινός τουρισμός. Οι έχοντες και κατέχοντες νοίκιαζαν δωμάτια, μίσθωναν τους χωρικούς και με την καθοδήγησή τους εξερευνούσαν το βουνό, κάνοντας ακόμα και σκι!
Παράλληλα με τη διάνοιξη του κεντρικού δρόμου από το Ξυλόκαστρο, το 1934 χτίστηκαν και τα δύο πρώτα ξενοδοχεία: το «Θεοξένια», που σήμερα παραμένει ένα επιβλητικό κτίριο-φάντασμα, και η «Πηγή Ταρλαμπά», που ανακαινίστηκε και επαναλειτουργεί.
Η ύπαρξη των πολυτελών, για την εποχή, καταλυμάτων έφερε στα Τρίκαλα σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο bon vivant βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ, για τον οποίον καμάρωνε ο περήφανος για το χωριό του συνομιλητής μας.
Από τη Συκιά Ξυλοκάστρου, όπου ζούσε σε μια εντυπωσιακή κατοικία που είχε σχεδιάσει ο ίδιος, «πεταγόταν» και ο Άγγελος Σικελιανός με την τότε σύζυγό του, Εύα Πάλμερ.
Τα Τρίκαλα υπήρξαν το κέντρο του ευρύτερου Δήμου και η άνω συνοικία –ο «αρχοντομαχαλάς»– με τους επιβλητικούς της πύργους αντανακλούσε αυτή την ισχύ. Ανάμεσα σε αυτούς που διασώζονται είναι το αρχοντόσπιτο των Δασαίων (1806), ενώ αξίζει και μια επίσκεψη στον Άγιο Νικόλαο (19ος αι.), που έχει αγιογραφηθεί από τον Ξυλοκαστρίτη ζωγράφο, Νικόλαο Σαντοριναίο.
Αναζητήστε το ερειπωμένο –αν και χαρακτηρισμένο από το 1962 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο– πυργόσπιτο της οικογένειας Νοταρά (16ος αι.), μιας εξέχουσας, αρχοντικής οικογένειας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη.
Από τους Νοταράδες κατάγεται ο πολιούχος της Κεφαλονιάς, Άγιος Γεράσιμος, καθώς και ο Πανούτσος Νοταράς, που το 1843, σε ηλικία 91 ετών, υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων – ο λόρδος Βύρων και ο βασιλιάς Όθωνας με την Αμαλία είναι μερικοί μόνο από όσους είχαν φιλοξενηθεί στον εμβληματικό πύργο, που ακόμα περιμένει να αποκατασταθεί.
Αν πάλι με τον καθαρό αέρα –1.100 μέτρα υψόμετρο είναι αυτά– σας άνοιξε η όρεξη, μια καλή ιδέα είναι να πάτε «Στου Δεκλερή». Με μια διαδρομή η οποία ξεκινά από το 1938 που ήταν χασάπικο, η φημισμένη ταβέρνα με τα πεντανόστιμα κρέατα είναι ίσως το μόνο, μαζί με το καταπληκτικό τοπίο, που παραμένει ίδιο από εκείνη τη μακρινή ημέρα που φτάσαμε στο χωριό με ταξί.
Δεύτερη ημέρα
Ξεκινήστε τη μέρα σας με έναν καφέ στην ωραία πλατεία των Κάτω Τρικάλων με τα δύο τεράστια πλατάνια. Τα Κάτω Τρίκαλα είναι η πιο ήσυχη από τις τρεις συνοικίες, διαθέτουν όμως όλα τα απαραίτητα και «βλέπουν» βουνό και θάλασσα.
Εδώ κατοικούν αρκετοί αγρότες, οι οποίοι παράγουν τη φημισμένη σταφίδα της Κορινθίας αλλά και αχλάδια, κεράσια, μήλα, καρύδια, λάδι, σταφύλια και καλό κρασί – εμείς πάντα φεύγουμε φορτωμένοι.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει ο ανακαινισμένος ναός του Αγίου Δημητρίου (1697) που «στολίζουν» εξπρεσιονιστικές αγιογραφίες του 18ου αιώνα, με την «Άκρα Ταπείνωση» να κλέβει τις εντυπώσεις.
Τα Μεσαία Τρίκαλα είναι ο πιο ανεπτυγμένος τουριστικά οικισμός και εκτός από τα παλιά κτίρια υπάρχουν και αρκετά νέα, τα οποία σέβονται τον χαρακτήρα της περιοχής και δεν τον αλλοιώνουν. Εδώ θα βρείτε τα πάντα, για όλες τις ώρες της ημέρας, θα βρείτε επίσης μπόλικο κόσμο – το μυστικό έχει διαρρεύσει προ πολλού.
Οι πεζοπόροι θα εντοπίσουν αυτούς που οργανώνουν περιηγήσεις στην πανέμορφη κοιλάδα της Φλαμπουρίτσας, που βρίσκεται μεταξύ της Μεγάλης και της Μικρής Ζήρειας, αλλά και στο Σπήλαιο του Ερμή με τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες.
Εκεί, σύμφωνα με τον μύθο, η Μαία γέννησε τον φτεροπόδαρο, απατεωνάκο θεό – δεν αποκλείεται, μάλιστα, η σπηλιά να έχει χρησιμοποιηθεί και ως χώρος λατρείας κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Οι λιγότερο περιπετειώδεις, μπείτε στο αυτοκίνητο και ξεκινήστε για το Χιονοδρομικό Αθλητικό Κέντρο Ζήρειας, ένα χιονοδρομικό φιλικό στον χρήστη –τουτέστιν ό,τι πρέπει για άσχετους σκιέρ αλλά και για μικρά ή μεγάλα παιδιά που θέλουν να παίξουν με το χιόνι, όπως εμείς.
Δέκα περίπου λεπτά από το χιονοδρομικό θα βρείτε την εποχική λίμνη Δασίου, η οποία σχηματίζεται στα 1.480 μέτρα υψόμετρο από το φθινόπωρο μέχρι το τέλος της άνοιξης. Η ομορφιά της, σε συνδυασμό με το αλπικό δάσος που την περιβάλλει, είναι ασύλληπτη και η εικόνα διαφέρει ανάλογα με την εποχή – όταν ο καιρός είναι ζεστός, μπορείτε και να βουτήξετε, εφόσον έχετε περάσει από ιατρικό έλεγχο.
Η Ζήρεια, η Κυλλήνη κατά την αρχαιότητα, εκτός από το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου, είναι και ένα βουνό μαγικό με σπάνια βιοποικιλότητα. Κέδροι, έλατα, βελανιδιές, καρποφόρα δέντρα, μανιτάρια, αγριολούλουδα, άγρια άλογα, αρπακτικά πουλιά και οικόσιτα ζώα απαρτίζουν ένα αρμονικό, παραμυθένιο σύνολο, δύο μόλις ώρες από την πρωτεύουσα.
Όπου και να περπατήσετε, όπου και να σταθείτε, γύρω σας ξεχειλίζει η ομορφιά. Πιείτε άφοβα νερό από τις πηγές, είναι πράγματι «χορταστικό» με έναν τρόπο που ομολογώ ότι δεν μπορώ να εξηγήσω.
Όσο για τις μηλιές, τις αχλαδιές και τα υπόλοιπα οπωροφόρα που θα βρεθούν στον δρόμο σας, δείξτε σεβασμό. Εντάξει, ίσως ένα για τη λιγούρα να επιτρέπεται. Τα υπόλοιπα αναζητήστε τα στους παραγωγούς, τους οφείλουμε πολλά και τους έχουμε ανάγκη.