Οι ρωσικές αρχές του Βλαντίμιρ Πούτιν εντείνουν τις διώξεις για υποθέσεις διαφθοράς σε περιφερειακούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους, σε μια εξέλιξη που φαίνεται να ταρακουνά τα θεμέλια της ρωσικής ελίτ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διώξεις αυτές φέρεται να στοχεύουν στον κατευνασμό της κοινής γνώμης σχετικά με τις αποτυχίες στο μέτωπο της Ουκρανίας.
Αξιωματούχοι σε τρεις από τις πέντε ρωσικές περιοχές που συνορεύουν με την Ουκρανία συνελήφθησαν πρόσφατα με την κατηγορία της υπεξαίρεσης κονδυλίων που είχαν δοθεί για την ενίσχυση των συνόρων, κατηγορίες που ακολούθησαν επιτυχημένες ουκρανικές επιθέσεις πέρα από τα σύνορα.
Παράλληλα, το 2023 ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου εκκαθάριση υψηλόβαθμων στρατιωτικών και στελεχών του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, με πρόσχημα και πάλι τη διαφθορά. Ο ίδιος ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν απομάκρυνε τον επί χρόνια υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, μεταφέροντάς τον στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας.
Ενώ η δημόσια κριτική κατά του στρατού παραμένει απαγορευμένη στη Ρωσία, οι υποθέσεις διαφθοράς λειτουργούν ως ένα βολικό «παραθυράκι»: επιτρέπουν στο Κρεμλίνο να δείξει υποτιθέμενη λογοδοσία, χωρίς να παραδεχτεί στρατιωτική αποτυχία.
«Η κυβέρνηση αποφεύγει να συνδέσει αυτές τις έρευνες με προδοσία ή ανικανότητα. Αντίθετα, αφήνει την κοινή γνώμη να κάνει τους δικούς της συνειρμούς», δήλωσε ο πολιτικός επιστήμονας David Szakonyi από το Πανεπιστήμιο George Washington.
Οι Ρώσοι αξιωματούχοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν επίσημα για αποτυχίες στον πόλεμο, διότι αυτό θα σήμαινε παραδοχή ότι η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» δεν εξελίσσεται βάσει σχεδίου, κάτι που η Μόσχα θέλει να αποφύγει πάση θυσία, λόγω κινδύνου κατάρρευσης του ηθικού και προβλημάτων στις στρατολογήσεις.
Παρότι η διαφθορά αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στη Ρωσία, οι υποθέσεις αυτές έχουν ιστορικά χρησιμοποιηθεί και ως μέθοδος εσωτερικών εκκαθαρίσεων και μεταφοράς πολιτικών μηνυμάτων. Εκείνοι που διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με το Κρεμλίνο σπανίως αγγίζονται.
Σύμφωνα με την Εισαγγελία της Ρωσίας, οι υποθέσεις διαφθοράς αυξήθηκαν κατά 24% το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Η αναλύτρια Alexandra Prokopenko από το Carnegie Russia Eurasia Center τονίζει ότι το FSB και η εισαγγελία διευρύνουν την επιρροή τους εν μέσω ενός γενικευμένου «κύματος καταστολής», το οποίο πλέον αγγίζει και τα υψηλά κλιμάκια.
Ενδεικτική είναι η υπόθεση υπεξαίρεσης κονδυλίων για την ενίσχυση των συνόρων στην περιφέρεια του Κουρσκ. Η υπόθεση αυτή κλιμακώθηκε όταν ο πρώην κυβερνήτης και υπουργός Μεταφορών, Ρομάν Σταροβόιτ, βρέθηκε νεκρός, σύμφωνα με τις αρχές, αυτοκτόνησε ώρες αφότου το Κρεμλίνο ανακοίνωσε την αποπομπή του. Ρωσικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι εμπλεκόταν στην υπόθεση υπεξαίρεσης.
Άλλες υποθέσεις δείχνουν πιο ξεκάθαρα τον χαρακτήρα των διώξεων. Ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Τιμούρ Ιβάνοφ, στενός συνεργάτης του Σοϊγκού, καταδικάστηκε πρόσφατα σε 13 χρόνια φυλάκιση για διαφθορά. Η ομάδα του Αλεξέι Ναβάλνι είχε προηγουμένως αποκαλύψει τον υπερπολυτελή βίο του, ασύμβατο με τον μισθό του. Ο Ιβάνοφ είχε την ευθύνη των στρατιωτικών κατασκευών και αρνείται τις κατηγορίες.
Η απομάκρυνση του Σοϊγκού και οι διώξεις κατά των συνεργατών του ερμηνεύονται από πολλούς Ρώσους αναλυτές και μπλόγκερ ως καθυστερημένη παραδοχή στρατιωτικών αποτυχιών.
Επιπλέον, η αποπομπή και μετακίνηση αξιωματούχων χρησιμοποιείται για να δοθεί η εντύπωση λογοδοσίας, όπως συνέβη με τον επικεφαλής των συνόρων στην περιφέρεια Κουρσκ, που μετατέθηκε στη Σιβηρία. Ήσυχα απομακρύνθηκε επίσης και ο αρχηγός του Ρωσικού Πολεμικού Ναυτικού μετά την ουκρανική επιχείρηση κατά του στόλου στη Μαύρη Θάλασσα. Μετά τον θάνατο του Σταροβόιτ, η «σκιά» των διώξεων βαραίνει ακόμα περισσότερο την ελίτ.
«Η κατηγορία της διαφθοράς λειτουργεί σαν νομικό προκάλυμμα», σημειώνει ο Szakonyi. «Έτσι δεν χρειάζεται να θίξουν τα βαθύτερα ζητήματα — όπως το πώς διορίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι ή πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις στο κράτος».
Με πληροφορίες από New York Times