Οι συνεχείς αποκαλύψεις σχετικά με την πλαστογράφηση έργων τέχνης μάς υπενθυμίζουν ότι η απάτη στον χώρο της τέχνης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο – έχει τη δική της ιστορία.
Χρωστικές ουσίες, αδέξιες πινελιές και ύποπτες υπογραφές είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που εν τέλει προδίδουν έναν ψεύτικο πίνακα ζωγραφικής.
Κανόνας 1: Οι χρωστικές ουσίες μαρτυρούν τον αναχρονισμό
Για να γίνει κανείς πλαστογράφος έργων τέχνης, απαιτείται κάτι περισσότερο από επαρκείς καλλιτεχνικές ικανότητες. Δεν αρκεί να προσεγγίσει κανείς τις άτονες κουκκίδες ενός Ζορζ Σερά ή τους πυκνούς εκφραστικούς στροβιλισμούς του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Πρέπει να γνωρίζει την ιστορία και την τεχνοτροπία της εποχής του ζωγράφου.
Η χρήση αναχρονιστικών χρωστικών ουσιών φαίνεται πως μπορεί να προδώσει τους πλαστογράφους, καθώς η χημική σύνθεση των χρωμάτων και η διαθεσιμότητά των υλικών αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Η ανάλυση ενός πορτρέτου του Αγίου Ιερώνυμου, που κάποτε αποδόθηκε στον Ιταλό ζωγράφο Παρμιτζανίνο, αποκάλυψε την ύπαρξη του πράσινου φθαλοκυανίνης, μιας συνθετικής χρωστικής που εφευρέθηκε το 1935, τέσσερις αιώνες αφότου έφτιαξε το έργο του ο αναγεννησιακός καλλιτέχνη.
Ανάμεσα στα πιο διαδεδομένα υλικά που είναι εύκολο να προδώσουν ένα πλαστό έργο τέχνης είναι το τιτάνιο λευκό και το μαγγάνιο μπλε, σύγχρονες χημικές χρωστικές ουσίες. Συμπερασματικά, τα χρώματα και τα υλικά ενός πίνακα ζωγραφικής πρέπει να συμβαδίζουν με την εποχή που έζησε ο καλλιτέχνης.
Κανόνας 2: Ακολουθώντας την ιστορία του έργου
Πολύ συχνά, η απληστία μπορεί να επηρεάσει την αξιολόγηση της αυθεντικότητας ενός έργου τέχνης, οδηγώντας τελικά σε διαστρεβλωμένα αποτελέσματα.
Ωστόσο, πρέπει πάντα να διερευνάται η ιστορία του, με την εξονυχιστική παρακολούθηση της διαδρομής πώλησης και έκθεσης του εκάστοτε πίνακα. Οι συλλέκτες συχνά δεν παρατηρούν την κραυγαλέα απουσία οποιουδήποτε ίχνους ενδεικτικού της προέλευσης ενός έργου: της προηγούμενης ιδιοκτησίας, του ιστορικού των εκθέσεων και των αποδεικτικών στοιχείων των πωλήσεων.
Είναι σημαντικό οι επίδοξοι αγοραστές να αξιολογούν την πιστότητα των εγγράφων που έχουν στα χέρια τους, διερευνώντας την προέλευσή τους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουν καταλόγους raisonnés με τα γνωστότερα έργα τους, μια ολοκληρωμένη καταγραφή που έχουν συνθέσει εμπειρογνώμονες. Αυτή περιλαμβάνει βιβλιογραφικές αναφορές και μια λεπτομερή ιστορία των προηγούμενων ιδιοκτητών του έργου. Σε περίπτωση που ένα έργο δεν βρίσκεται στον κατάλογο, αυτόματα η αξία του αμφισβητείται.
Ο γνωστός σουρεαλιστής ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί θεωρείται ένας από τους πιο πλαστογραφημένους καλλιτέχνες στον κόσμο, καθώς τα έργα του αναπαράγονται σχετικά εύκολα με την τεχνική της μεταξοτυπίας. Ωστόσο, το φαινόμενο έχει μειωθεί αισθητά, καθώς τα έργα του καταγράφονται σε αυτούς τους επίσημους καταλόγους μετά από αρκετά χρόνια έρευνας και μπορούν πλέον να εντοπιστούν διαδικτυακά.
Τα αυθεντικά έργα τέχνης συνοδεύονται από πιστοποιητικό γνησιότητας, το οποίο προέρχεται από αναγνωρισμένους φορείς, ενώ το ιστορικό ιδιοκτησίας, γνωστό ως provenance, αποτελεί αδιάψευστο στοιχείο της γνησιότητάς του. Ο έλεγχος προέλευσης ενός έργου θεωρείται απαραίτητος για να εξακριβωθεί η γνησιότητά του.
Κανόνας 3: Το προσωπικό σημάδι του καλλιτέχνη
Το προσωπικό στυλ κάθε καλλιτέχνη είναι άμεσα συνδεδεμένο με το έργο του, άρα συνδέεται με τη γνησιότητα ή μη ενός πίνακα ζωγραφικής. Οι χειρονομίες των καλλιτεχνών –η μελετημένη και ταυτόχρονα ενστικτώδης πινελιά και η σχεδιαστική δεινότητα– μοιάζουν με δακτυλικά αποτυπώματα πάνω στους καμβάδες. Η ελαφρότητα της αφής ή η ανθεκτικότητα της πινελιάς είναι εξαιρετικά δύσκολο να πλαστογραφηθούν.
Κάθε τίναγμα του πινέλου και κάθε κουκκίδα της πένας αφήνει ένα συγκεκριμένο στοιχείο πάνω στον καμβά, που το καθιστά μοναδικό. Κάθε ζωγράφος αναπτύσσει ένα σύνολο χαρακτηριστικών που σχετίζεται με την επιλογή θεμάτων, χρωμάτων και τεχνοτροπίας και ακολουθεί πιστά στην καλλιτεχνική του πορεία.
Ενδεικτικά, στο έργο του Πικάσο η «Μπλε Περίοδος» (περίπου 1901-1904) είναι μία από τις πιο κρίσιμες φάσεις στην καλλιτεχνική πορεία του ζωγράφου. Χαρακτηριστικά στοιχεία του είναι η επιλογή ψυχρών χρωμάτων, με το μπλε και το γαλαζοπράσινο να κυριαρχούν στους μονόχρωμους πίνακές του, και η αποτύπωση συγκεκριμένων θεμάτων όπως η φτώχεια, η μοναξιά και τα γηρατειά.
Το αναγνωρισμένο προσωπικό στυλ κάθε ζωγράφου αποτελεί μοναδικό στοιχείο γνησιότητας ενός πίνακα, το οποίο μπορεί να εντοπιστεί από ειδικούς μέσα από συγκεκριμένες αναλύσεις. Αντίστοιχα, ένα πλαστό έργο προδίδεται από μικρές αδέξιες λεπτομέρειες κατά την εφαρμογή της αντίστοιχης τεχνικής.
Παράλληλα, η αυθεντικότητα ενός έργου τέχνης στηρίζεται στην εγκυρότητα της υπογραφής του καλλιτέχνη που φέρει. Η γραφή, η θέση και ο τρόπος που ενσωματώνεται η υπογραφή του στο κάδρο πρέπει να ταιριάζουν με το προσωπικό στυλ του ζωγράφου. Η ταυτοποίηση και ο ορθογραφικός της έλεγχος γίνεται με κατάλληλη επεξεργασία και οποιαδήποτε απόκλιση εγείρει σοβαρές αμφιβολίες.
Συνοψίζοντας, ο εντοπισμός ενός πλαστού πίνακα ζωγραφικής δεν είναι απλή υπόθεση. Απαιτεί τη σύνθετη εμπειρία των ειδικών της τέχνης σε συνδυασμό με τη χρήση εξειδικευμένων τεχνολογικών μέσων. Το σημαντικό είναι πως πλέον έχουμε στη διάθεσή μας αρκετές μεθόδους ανάλυσης και επεξεργασίας, ενώ οι σύγχρονες διαδικασίες αξιολόγησης δεν αλλοιώνουν το περιεχόμενο ενός έργου. Η αξία του έγκειται στη μοναδικότητά του και στην ιδιαίτερη ιστορία του.
Με πληροφορίες από BBC