Πριν από εννέα χρόνια ο «Λογιστής» χάρισε στον Μπεν Άφλεκ την επιτυχία, και μαζί την υπερηρωική ευκαιρία που του ξέφυγε με τη δική του εκδοχή του «Batman», σε έναν ρόλο που και πάλι ενσωμάτωνε μια δεύτερη ιδιότητα, πολύ πιο δραματικά ενδιαφέρουσα από τη μονοδιάστατη φυσιογνωμία του. Ο κάτοχος δυο Όσκαρ, ως παραγωγός του «Argo» και σεναριογράφος του «Ξεχωριστού Γουίλ Χάντινγκ», έχει δύο πρόσωπα ως ηθοποιός: το πολυλογάδικο προφίλ που μάθαμε μέσω του Κέβιν Σμιθ, και που μοιράστηκε σε πολλές, σε ρυθμό πολυβόλου τηλεοπτικές συνεντεύξεις του, καθώς και τη γρανιτένια του άρνηση να σπάσει έστω και μισό χαμόγελο, ως σταυροφόρος με κάπα και μουτρωμένος σύζυγος της J.Lo εξίσου. Για να θυμίσουμε τι είχε γίνει τότε, ο νευροδιαφορετικός Κρίστιαν Γουλφ ανατράφηκε μιλιτιραστικά, νομαδικά και ακατάστατα από τον αξιωματικό πατέρα του, προστατεύοντας τον κατά δύο έτη μικρότερο αδελφό του (η μητέρα τούς είχε εγκαταλείψει) και επιβιώνοντας σκληρά και μοναχικά, όπως υποδηλώνει και το επίθετό του. Αφού εξέτισε διετή ποινή σε στρατιωτικές φυλακές, έφτιαξε μια βιτρίνα λογιστικού γραφείου, κυρίως ξεπλένοντας παράνομα χρήματα μεγαλοκακοποιών, με ευγενείς σκοπούς, σκοτώνοντας αδιανόητα καλά, ειδικά για μια ιδιοφυΐα στα μαθηματικά ‒ επέμενε ο πατέρας, τα εμπέδωσε καλά ο γιος, αλλά, όπως φάνηκε και στο φινάλε, και ο μικρός του αδελφός δεν υστερεί ούτε σε κοινωνιοπάθεια ούτε σε πολεμικές ικανότητες. 

 

Στο δεύτερο επεισόδιο, ο συνταξιοδοτημένος ομοσπονδιακός (Τζ. Κ. Σίμονς) και τώρα ιδιωτικός ντετέκτιβ, που χάρισε στον Γουλφ ελευθερία κινήσεων, χάνει τη ζωή του σε μια συμπλοκή, ενώ προσπαθεί να εντοπίσει το 13χρονο παιδί ενός ζευγαριού από το Σαλβαδόρ. Ο πατέρας του έχει δολοφονηθεί και η μητέρα έχει εξαφανιστεί. Την υπόθεση παρακολουθεί με προσωπικό ενδιαφέρον το μεγαλοστέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, Μέριμπεθ Μεντίνα (Ρόμπινσον), και στη μάχη πέφτει, εκτός από τον Γουλφ, που ταυτίζεται με το απειλούμενο αγόρι, ο αδελφός του ο Μπράξτον (Μπέρνθαλ), μονίμως παραπονούμενος γιατί όσες απόπειρες οικογενειακής επανασύνδεσης κι αν έχει κάνει, έχουν πέσει στο κενό εξαιτίας του ελλειμματικού στην επικοινωνία Κρίστιαν. Η πλοκή πυκνώνει με πολλές πληροφορίες, όπως και σε κάποια περάσματα σεναριακής «έκθεσης» του πρώτου μέρους, αν και η ευχάριστη διαφορά από το πρωτότυπο είναι ότι στον «Λογιστή 2» το ακόμα πιο μονολιθικό παρουσιαστικό του παγωμένου, κουρασμένου από τη ζωή και την ανιαρά επαναλαμβανόμενη λιτανεία της καθημερινότητάς του, αλλά ωριμότερου Άφλεκ ταιριάζει περισσότερο στον χαρακτήρα που υποδύεται, ενώ οι κοπιώδεις απόπειρές του να ξυπνήσει συναισθηματικά φαντάζουν πιο αφομοιωμένες, αναδίδοντας ευπρόσδεκτο χιούμορ στη δεδομένη αυστηρή ιστορία ενός λειτουργικού ατόμου στο φάσμα του αυτισμού που σκοτώνει «άνιωθα», σαν ψυχρός, ανθρώπινος υπολογιστής που μετρά τα πάντα, εξαντλεί τις στατιστικές πιθανότητες και δεν ησυχάζει αν δεν ολοκληρώσει κάθε αποστολή που του έχει ανατεθεί ή έχει αναλάβει μόνος του υπό μορφήν τιμωρητικού στοιχήματος με τον εαυτό του. 

 

Δίπλα του στέκει μια αόρατη φωνή με αγγλική, ρομποτική προφορά που τον βοηθά σημαντικά σε κάθε του βήμα (όσοι έχουν δει την πρώτη ταινία θα καταλάβουν από πού προέρχεται, απλώς εδώ έχει αλλάξει πρόσωπο) και αστάθμητος παράγοντας στα σχέδια εξεύρεσης του κυκλώματος της σωματεμπορίας είναι μια μυστηριώδης γυναίκα σκέτη φονική μηχανή που δέχεται εντολές εκτέλεσης ανθρώπινων στόχων ‒ δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος ηθικός φραγμός που μπορεί να τη φρενάρει. Χωρίς να εμβαθύνει πολύ σε χαρακτήρες που βρίσκουν κάποιες ανάσες για να δείξουν τι σκέφτονται ή νιώθουν πριν τραβήξουν τη σκανδάλη, ο σκηνοθέτης Γκάβιν Ο'Κόνορ, και πάλι σε σενάριο του Μπιλ Ντιμπιούκ, προεκτείνει τη δόκιμη συνταγή σε ένα καθαρό sequel χωρίς ενδοιασμούς για τις υπερβολές στη δράση ή σημαντικές διαφοροποιήσεις στους χαρακτήρες, με επαγγελματική αφηγηματικότητα, ισοτονικές δόσεις ανθρώπινων στιγμών και τεχνο-φονικού σασπένς και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ακόμη κι αν η τρέχουσα ψηφιακή περίοδος δεν επιτρέπει σε οποιονδήποτε να περνά απαρατήρητος, ειδικά αν πληρώνεται σε αυθεντικούς πίνακες του Ντιέγκο Ριβέρα και καθαρίζει δολάρια και τομάρια σαν να είναι εσφαλμένες κουκκίδες σε ισολογισμούς.