Σαν τα ανέκδοτα που ξεκινούν περίπου με το «τρεις τύποι μπαίνουν σ’ ένα μπαρ», το «Σημείο Βρασμού» περιγράφει μια νύχτα σε ένα αστεράτο λονδρέζικο εστιατόριο όπου μπαίνει μια παρέα ανδρών, θορυβώδεις influencers που θέλουν καλοψημένη μπριζόλα, αντίστοιχα μια συντροφιά αλέγρων γυναικών που διψάνε για μοδάτα κοκτέιλ, μια νέα γυναίκα αλλεργική στους ξηρούς καρπούς, μια οικογένεια με έναν νταή πατέρα που «πλερώνει», παραγγέλνει το ακριβότερο κρασί του καταλόγου και προσβάλλει όποιο γκαρσόνι κάνει το παραμικρό λάθος, μια διαβόητη ρεστοκριτικός ασιατικής καταγωγής που συνοδεύει έναν διάσημο παρουσιαστή reality φαγητού, ο οποίος (τυχαίνει να) είναι παλιόφιλος και πρώην συνεταίρος του σεφ, ο οποίος με τη σειρά του διανύει μια εντελώς χάλια φάση στη ζωή του: έχει χωρίσει πρόσφατα, μετακόμισε το προηγούμενο βράδυ, ο μικρός μοναχογιός του θέλει επίμονα να του μιλήσει στο τηλέφωνο, πίνει και παίρνει ουσίες και, σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, ένας ελεγκτής του υγειονομικού τον ειδοποιεί, λίγο πριν το sold-out εστιατόριο ανοίξει τις πύλες του στο κοινό του, πως η βαθμολογία του μαγαζιού πέφτει από το άριστα 5 στο επίφοβο 3, γιατί τα βιβλία δεν τηρούνται με τυπικότητα!

 

Ναι, ακούγεται σαν παραφορτωμένο αστείο, σαν κι αυτά που τρενάρουν και περιμένεις πως δεν θα ανταποκριθούν στο τεντωμένο high concept τους, αλλά δεν είναι καθόλου τέτοιο με τον τρόπο που ο Φίλιπ Μπαραντίνι χειρίζεται ένα δίωρο θρίλερ χαρακτήρων και ακραίων καταστάσεων, επιμηκύνοντας την ομώνυμη μικρού μήκους του, πάντα με ηγέτη τον πρωταγωνιστή του «This is England», Στίβεν Γκρέιαμ.

 

Η ταινία, που δεν έχει καμία σχέση με την τηλεοπτική σειρά «Boiling Point» της προπερασμένης δεκαετίας με επίκεντρο τις περιπέτειες του Γκόρντον Ράμσεϊ, βασίζεται σε προσωπικά βιώματα του Μπαραντίνι, ο οποίος, μη βγαίνοντας οικονομικά ως ηθοποιός, σπούδασε μαγειρική, ξεκίνησε δουλεύοντας σε κουζίνες και ανεβαίνοντας τις βαθμίδες του métier, ώσπου σκαρφάλωσε στις τάξεις του σεφ και, συνεργαζόμενος με αρμόδιο πρακτορείο, πέρασε από καφέ και έφτασε σε περίοπτα εστιατόρια, μαθαίνοντας τα πάντα εκ των έσω.

 

Η ταινία γυρίστηκε στο Jones and Sons, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο αληθινός Άντι Τζόουνς, παλιός και καλός φίλος του Μπαραντίνι, που ωστόσο δεν μοιάζει σε τίποτα, παρά μόνο στο όνομα, με τον Άντι του Στίβεν Γκρέιαμ. Πιστός στο αρχικό concept, ο Μπαραντίνι επέλεξε μία και μοναδική λήψη, μακριά από τις εικαστικές συνθέσεις του «1917» και του «Birdman» και πιο συγγενή σε ύφος με το «Victoria» του Σεμπάστιαν Σίπερ, ταινία που εκτιμά ιδιαίτερα.

 

Οι παραγωγοί του ανησυχούσαν για το εγχείρημα, αλλά εκείνος, σχεδόν χωρίς καθόλου άγχος πριν από το πρώτο lockdown στην Αγγλία, επέλεξε να δημιουργήσει έναν αυτοσχεδιαστικό καμβά δράσης για το επιτελείο των ηθοποιών του και να διαλέξει μία από τις οκτώ χωρίς ανάσα λήψεις που θα κινηματογραφούσε σε τέσσερις βραδιές ‒ δύο τη φορά.

 

Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει εμφατικά και δεξιοτεχνικά, ωθώντας μας να ξεχάσουμε το τέχνασμα και να συγκεντρωθούμε στη συνέχεια της κλιμακούμενης έντασης που δημιουργείται σε μια βραδιά σύγκρουσης ‒ φανταστείτε τους «12 Ενόρκους» σε μονοπλάνο, ενώ το διακύβευμα δεν είναι μόνο το μέλλον ενός ανθρώπου αλλά και η προετοιμασία ενός λεπτών ισορροπιών πιάτου με αρνί.

 

Υποψιαζόμασταν από περιγραφές και σχετικά ντοκιμαντέρ πως η πίεση σε μια κουζίνα απαιτήσεων είναι ασφυκτική όσο τα στάνταρ ανεβαίνουν, το επίπεδο πρέπει να διατηρηθεί υψηλά και ο αρχιμάγειρας που το παίρνει πάνω του βυθίζεται σε μεγαλομανή αστάθεια, αλλά ο Μπαραντίνι στήνει έναν κομψό εφιάλτη που δεν ησυχάζει ούτε από την ευχάριστη μουσική υπόκρουση ενός εστιατορίου που έχει ως αποστολή να διασκεδάζει τους πελάτες του ούτε από την προσωρινή ανακούφιση που προσφέρουν κάποιοι αθεράπευτα αισιόδοξοι υπάλληλοι μέσα στο χάος της ώρας αιχμής. Αν και βασικά πρωταγωνιστούν το δράμα και η σύγχυση του προβληματικού Άντι, κανείς δεν μένει παραπονεμένος.

 

Ο Μπαραντίνι τον πλαισιώνει με μπριγάδα κυμαινόμενου ψυχισμού, από την αρχιβοηθό που μεσολαβεί μεταξύ της μαεστρίας της σύλληψης και της πεζότητας της παράδοσης κάθε παραγγελίας και τον καλύπτει στις στραβές του (έξοχη στις κορυφώσεις της η Βινέτ Ρόμπινσον, γνωστή από το τηλεοπτικό «Σέρλοκ») και τη μετρ, που έχει το προσόν απ’ τη μια να κατσαδιάζει επιτιμητικά το προσωπικό, λες και δεν είναι συνάδελφοί της, και αμέσως μετά να υποδέχεται τους πελάτες σαν να είναι καλεσμένοι στο σαλόνι της ματαιοδοξίας της, μέχρι τους άπειρους, αλλά ευαίσθητους βοηθούς και τον άχρηστο λαντζέρη, που δεν βλέπει την ώρα να λουφάρει για ένα τσιγάρο και να αφήσει την έγκυο συνάδελφό του να τρίψει ένα βουνό από κατσαρόλες, ενώ ο κόσμος καίγεται.

 

Το «Σημείο Βρασμού» είναι σχεδιασμένο να βάλει τον θεατή στην κουζίνα του, να τον εξοργίσει και να τον αγχώσει σαν να είναι δική του ευθύνη η σωστή και έγκαιρη εκτέλεση του μενού, καθώς και η επιβίωση των φυλακισμένων σε έναν μικρό χώρο, όπως ακριβώς ένα τίμιο horror δημιουργεί τεταμένη ταύτιση με υποψήφια θύματα στο περιβάλλον που ήδη γνωρίζουν. Η συμπύκνωση τόσης δράσης σε μια νύχτα μοιάζει και ως έναν βαθμό είναι ένα σεναριακό σχήμα, ωστόσο λειτουργεί δεξιοτεχνικά, με εναλλαγές από την εγκάρδια ευγένεια στους ομηρικούς καβγάδες και φαίνεται αληθοφανής στα μύχια και στα κόκκινα, τόσο στο επίπεδο της αίσθησης και της ατμόσφαιρας όσο και στην έκθεση και ανάδειξη των χαρακτήρων.

 

Έχει κερδίσει ήδη τέσσερα από τα έντεκα βραβεία BIFA (τα ανεξάρτητα βραβεία της βρετανικής βιομηχανίας) για τα οποία προτάθηκε και σίγουρα αξίζει ένα για το σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους για τον Μπαραντίνι και κυρίως αυτό του συνολικού καστ στα επικείμενα BAFTA για ένα επιτελείο που χόρεψε σφιχταγκαλιασμένα σαν θεατρικός θίασος βετεράνων και έπαιξε με τον νου σε μια αδιάκριτη steadicam και το βλέμμα μακριά από την αεικίνητη παρουσία της.