Μεγάλη συζήτηση γίνεται τα τελευταία χρόνια σχετικά με το κατά πόσο μπορούμε να έχουμε γυναίκα Μποντ, γυναίκα Τζέισον Μπορν, γυναίκα Ιντιάνα Τζόουνς, γενικότερα θηλυκές εκδοχές αγαπημένων αρσενικών χαρακτήρων. Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε –ασφαλώς και μπορούμε– αλλά κατά πόσο αποτελεί μια ιδέα που εξυπηρετεί τον σκοπό της γυναικείας ενδυνάμωσης. Και εξηγούμαι: είδαμε γυναίκες Γκοστμπάστερς, είδαμε και τη γυναικεία εκδοχή της «Συμμορίας των 11» (που μειώθηκε σε 8) και ήταν έτσι γραμμένοι οι χαρακτήρες ώστε να παραπέμπουν στους άρρενες προκατόχους τους. Παρακολουθούσες κάθε ηρωίδα και είχες διαρκώς στο μυαλό σου το αρσενικό ανάλογό της κι αυτό από μόνο του αναιρεί τον σκοπό αυτής της «αλλαγής φύλου».

 

Αποτελεσματικότερη θα ήταν η δημιουργία νέων, αυθύπαρκτων franchises με κεντρικούς ήρωες γυναικείους χαρακτήρες, αν όχι πρωτότυπους, μια και διάγουμε μια εποχή όπου η αναγνωρισιμότητα του υλικού έχει καταστεί conditio sine qua non για την επιτυχία του έργου, αντλημένους από την υφιστάμενη πινακοθήκη χαρακτήρων της ποπ κουλτούρας. Το «355» επιχειρεί να γεννήσει από την αρχή ένα τέτοιο franchise με ηρωίδες μια ομάδα θηλυκών πρακτόρων διαφορετικών καταβολών και ικανοτήτων, που επιχειρεί να αποτρέψει τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να διορθώσει τα κακώς κείμενα ενός κόσμου φτιαγμένου από άντρες. Αυτό είναι ίσως και το μοναδικό θετικό του στοιχείο. Γιατί, κατά τα λοιπά, πρόκειται για μια ταινία που καμώνεται πως συστήνει για πρώτη φορά τις έννοιες της ασύμμετρης απειλής, της παρακολούθησης και της κατάργησης της ιδιωτικότητας, πράγματα που είχαμε δει, για παράδειγμα, και στο «Enemy of the State» του Τόνι Σκοτ, μια πολύ καλύτερη ταινία που γυρίστηκε το 1998, δηλαδή πάνω από δύο δεκαετίες πριν. Κακό σημάδι για μια ταινία να σε κάνει να νοσταλγείς οποιαδήποτε δημιουργία του συγχωρεμένου του Τόνι Σκοτ που δεν λέγεται «The Hunger» (1983). Από εκείνο το σινεμά θα δανειστεί, δυστυχώς, και το παροξυσμικό μοντάζ που καταργεί τη γεωγραφία της δράσης και καθιστά δυσδιάκριτη τη χορογραφία της (ή, ενίοτε, καλύπτει και την απουσία της). Θα δεις πχ. έναν χαρακτήρα να κάνει ένα άλμα με κατεύθυνση από τα δεξιά προς τα αριστερά και μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, η δράση θα έχει τεμαχιστεί σε τέσσερα πλάνα, σε καθένα εκ των οποίων αλλάζει η φορά στην οποία κινείται ‒ σκέτο χάος.

 

Το αποτέλεσμα είναι τα set pieces να αφήνουν μια αλγεινή εντύπωση έτσι όπως έχουν κινηματογραφηθεί και μονταριστεί, παρά το γεγονός ότι έχουν μια σχετική έμπνευση σε επίπεδο σύλληψης. Στο μεσοδιάστημα ο Σάιμον Κίνμπεργκ, υπεύθυνος και για εκείνον τον βόρβορο που άκουγε στο όνομα «X-Men: Dark Phoenix» (2019), βάζει τις χαρισματικές ηθοποιούς του να ξεστομίζουν απίστευτες κοινοτοπίες, αδικώντας τες κατάφωρα. Αξίζουν όλες τους κάτι πολύ καλύτερο, ειδικά η Νταϊάν Κρούγκερ, που μπορεί κάλλιστα να κάνει μια στροφή στην καριέρα της αλά Λίαμ Νίσον, τόσο καλή που είναι εδώ. Γενικότερα, οι γυναίκες ηθοποιοί αξίζουν πολύ περισσότερα από το δικαίωμα να πρωταγωνιστούν κι αυτές σε δαπανηρές περιπέτειες της σειράς. Να πρωταγωνιστούν σε καλές δαπανηρές περιπέτειες, για αρχή.