Φυσικά, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα δουν ποτέ την ταινία W., όπως δεν έκαναν τον κόπο να πάνε σε κανένα από τα παρτιζάνικα ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ - μιλώντας για τα αριστερίζοντα πρωτοπαλίκαρα/σκηνοθέτες του αμερικάνικου mainstream. Εδώ καλά καλά κάποιοι από τους πολιτικά φίλιους δεν ανέχονται τη δημαγωγική κατεύθυνση που έχουν, και απορρίπτουν το πατρονάρισμα ως λαϊκίστικο σινεμά που κραυγάζει χονδροειδώς αντί να τέμνει με διακριτικότητα.

Στο W, που είναι το αρχικό του μεσαίου ονόματος (Walker) του Τζορτζ Μπους και προφέρεται κοροϊδευτικά Ντάμπια, ο Στόουν μεταχειρίζεται τον απερχόμενο Πρόεδρο με την ελαφρότητα που θεωρεί πως του ταιριάζει. Στον Κένεντι και στον Νίξον είχε επιφυλάξει έργο για συμφωνική ορχήστρα και ορατόριο αντίστοιχα. Για τον Μπους, κάτι εφάμιλλο με σατιρικό τραγούδι του Πανούση. Εξετάζει την προσωπική του πορεία προς το φως, επιμένοντας στο πατρικό κόμπλεξ, στο σύνδρομο της αποτυχίας μέχρι τα 40 του χρόνια, στην αδυναμία του να χωνέψει πως ο αδελφός του ήταν το αγαπημένο παιδί του μπαμπά, στα ποτά και στα ξενύχτια και στις απερισκεψίες, στην ξαφνική μεταστροφή του προς το χριστιανισμό. Με λίγα λόγια, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν ένας περιορισμένος άνθρωπος να γίνει ηγέτης επί μακρόν και μέσω της κωμωδίας στρέφει τη σάτιρα εναντίον της απάθειας του συμμέτοχου θεατή.

Φυσικά, δεν χάνει την ευκαιρία να παραθέσει κάποιες από τις γνωστές λεκτικές και πολιτικές γκάφες του Μπους του νεότερου. Δεν περιλαμβάνει την ανατριχιαστική στιγμή που άκουγε την κατάρρευση των δίδυμων πύργων, μάλλον επειδή ο Στόουν ήδη έκανε μια ταινία πάνω στο θέμα και ο Μάικλ Μουρ αξιοποίησε το τηλεοπτικό υλικό με χειροπιαστό τρόπο. Αντ' αυτών, βλέπουμε ένα θίασο συνεργατών που τον περιστοιχίζουν σαν πιόνια μιας πολιτικής φάρσας. Άλλοτε σαν ένα ελαφρύ θεατρικό μπουλβάρ, όπως η αστεία πονεμένη έκφραση δυσκοιλιότητας της Κοντολίζα Ράις, κι άλλοτε σοβαρά κι επικίνδυνα, όπως ο Ντικ Τσέινι του Ρίτσαρντ Ντρέιφους, μια αλεπού της χειραγώγησης του άσχετου αφεντικού του, το συμβούλιο δρα κατευναστικά ή εμπρηστικά στο πλευρό ενός τυχαίου που πιστεύει πως με τη βοήθεια του Θεού θα επιβάλει την παγκόσμια ειρήνη.

Ο Στόουν δεν σταυρώνει τον Μπους. Ούτε τον συμπαθεί όμως. Σκιαγραφεί, βασικά, ένα μαλάκα. Και ο μαλάκας έχει ψυχή, αλίμονο. Αφαιρεί κάθε ίχνος γοητείας, αν υποθέσουμε πως υπάρχουν κάποια μυστικά και αδιόρατα συστατικά υπέρ ενός ανθρώπου που δεν έχει να επιδείξει απτά κατορθώματα, αλλά πείθει εκατομμύρια ψηφοφόρους. Βγάλε το ένα, βγάλε το άλλο, προκύπτει ανία και το μεγάλο ερωτηματικό: γιατί να γίνει ένα φιλμ για έναν τόσο αντι-δραματικό πολιτικό, χωρίς κλιμάκωση - η επέμβαση στο Ιράκ εξαντλείται στην αποφασιστικότητα του γιου να πάρει πίσω το αίμα του πρώην Προέδρου πατέρα, που έχασε όταν το τόλμησε. Μόνο για προπαγάνδα, νομίζω. Ο Τζος Μπρόλιν είναι καλός στο ρόλο και καλός σημαίνει να σε κάνει να ξεχνάς αν μοιάζει ή δεν μοιάζει εξωτερικά με το υπαρκτό πρόσωπο μετά από ένα τέταρτο της ώρας μέσα στην ταινία. Και ο Στόουν, ικανότατος κινηματογραφιστής, στρατολογεί τον εαυτό του ανοιχτά υπέρ της ανόρθωσης του ηθικού της πληγωμένης χώρας του και φαντάζομαι ήδη σκέφτεται ποιο στραβοπάτημα ποιου δημόσιου ανδρός θα τον επαναφέρει στο μετερίζι της liberal αντίστασης.