Θεαματική, αστεία, σαρδόνια, αγωνιώδης, περιπετειώδης, πανοραμική, ερωτική, πλούσια, ταξιδιάρικη, μητροπολιτική, σαρκαστική: η αριστούργηματική κατασκοπική, μελοδραματική κομεντί του Άλφρεντ Χίσκοκ Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων από το 1959 είναι φτιαγμένη για την απολαυστικά μεγάλη οθόνη, με τη vistavision φωτογραφία του Ρόμπερτ Μπερκς, το πολυτονικό, κοφτερό σενάριο του Έρνεστ Λίμαν και τις κομψές μετακινήσεις του Κάρι Γκραντ από τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο στο δάσος με τις σεκόγιες, το απίθανο σπίτι της αιχμαλωσίας, το Mount Rushmore και τη σκιά των πατέρων του αμερικανικού έθνους, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από κακοποιούς που τον έχουν περάσει για κάποιον άλλο.

 

Τα χιτσκοκικά mcguffin, τα ερωτικά quid pro quo, οι λανθασμένες πίστες και η πλάκα που κάνει ο Γκραντ μέσα στην ευθυτενή κακοδαιμονία του, καθιστούν την ταινία μια από τις πιο διασκεδαστικές της σινεμασκόπ αμερικανικής περιόδου του σκηνοθέτη – ο Χίτσκοκ ολοκλήρωσε την έγχρωμη περίοδό του με το North by Northwest, και, σίγουρος πως οφείλει να ξεκινήσει φρέσκος και διαφορετικός, στράφηκε στο Ψυχώ, με ρίσκο, γενναιότητα, αλλά και θράσος, και τα γνωστά θριαμβευτικά αποτελέσματα.

 

Ακόμη κι εκείνοι που τη θεωρούν κάπως περιττή, πλαισιωμένη από την «εφεδρική» ξανθιά (Έβα Μαρί Σεντ, που σίγουρα δεν ήταν η υπέρκομψα σέξι Κέλι, ούτε καν η μοιραία Νόβακ), λιγότερο δαιμονική και εμμονική από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου, λιγότερο σφιχτή και ασφυκτική από τον Αυτόπτη Μάρτυρα, λιγότερο αγωνιώδη από τα Πουλιά, σαφώς λιγότερο ζοφερή από το Ψυχώ και εξίσου ελαφριά με το Κυνήγι του Κλέφτη, ας ξαναδούν την καταδίωξη με το αεροπλάνο, αν πρέπει να σταθούν μόνο σε μια σεκάνς, για να ’χουν να πορεύονται.

 

Επιπρόσθετα, μια από τις μεγαλύτερες αδικίες που έχουν γίνει ποτέ στα Όσκαρ είναι η παράλειψη του μοντέρ Τζορτζ Τομαζίνι από τη λίστα των νικητών. Ο αγαπημένος editor του Χιτς έφερε επανάσταση στα στυλάτα κοψίματα και τους θριλερικούς πειραματισμούς στις ταινίες του Βρετανού δημιουργού, επί μια δεκαετία (και για όλες τις προαναφερθείσες ταινίες της αμερικανικής του περιόδου), αλλά αυτή ήταν η σκανδαλωδώς μοναδική του υποψηφιότητα, τη χρονιά που έχασε από το σαρωτικό Ben Hur. Για το αρχείο, η έτερη οσκαρικά παραγνωρισμένη από την κοινότητα μοντέρ είναι η Ντίντι Άλεν, η γυναίκα που έφερε το ντανταϊστικό πνεύμα και, πρακτικά μιλώντας, τα jump cuts, στο αμερικανικό σινεμά των ‘70s, ξεκινώντας από το Μπόνι και Κλάϊντ.