Οι θύτες και τα θύματα δεν έχουν χρόνο να αναλύσουν τις τύψεις τους. Οι δυο σκηνοθέτες της ταινίας αναλαμβάνουν να κάνουν τα απαραίτητα flashback για να διαλευκάνουν τις παράλληλες ιστορίες, με την κοπτοραπτική χωροχρόνου που έκανε διάσημο το Crash μερικά χρόνια πριν. Tα Σταυροδρόμια της ζωής δεν είναι αμιγώς πολιτικό φιλμ: θεωρεί δεδομένες τις φυλετικές διαφορές και τη μειονεκτική θέση των Παλαιστινίων έναντι των κυρίαρχων Εβραίων (ουσιαστικά, ο μοναδικός εκπρόσωπός τους είναι ένας αστυνομικός που προσπαθεί να βρει τον δράστη της δολοφονίας του στρατιώτη αδελφού του) και ασχολείται με την καθημερινότητα ενός υπόγειου συστήματος βεντέτας και επιβίωσης που έχει στηθεί σε ένα ρευστό κράτος θυμωμένων εποίκων/επισκεπτών και αμφισβητούμενων γηγενών.

Tο μεταφυσικό βαρόμετρο της ταινίας είναι ο 13χρονος Νασρί, ένας νεαρός Μουσουλμάνος, που στην πρώτη σκηνή προειδοποιεί πως κάτι κακό θα συμβεί, σαν να γνωρίζει πως οι δολοφονίες που θα ακολουθήσουν δεν πρόκειται να κλείσουν έναν ατελείωτο κύκλο αίματος. Η οικογένειά του στοχοποιείται επειδή ένας θείος του τραυμάτισε βαριά ένα μέλος συμμορίας και η εκδίκηση περιλαμβάνει ένα μεγάλο ποσό που ο αδελφός του, ο Ομάρ, πασχίζει να συγκεντρώσει με έναν παράδοξο συνδυασμό φιλότιμης εργασίας και παρανομιών που προκύπτουν καθημερινά. Στη μοίρα του Ομάρ και του Νασρί προστίθενται ο καλοκάγαθος 16χρονος Παλαιστίνιος πρόσφυγας Μαλέκ που εργάζεται παράνομα στην Τζάφα του Ισραήλ για να μπορέσει να πληρώσει μια πανάκριβη εγχείρηση και έτσι να σώσει την άρρωστη μητέρα του, ο ευκατάστατος, επίσης Παλαιστίνιος, Μπιντζ που ονειρεύεται μια ωραία ζωή με την Εβραία φίλη του αλλά μπλέκει με τα ναρκωτικά και ο Εβραίος αστυνομικός Ντάντο που ψάχνει τον αγνοούμενο φαντάρο αδελφό του και πρέπει να παρηγορήσει την οικογένειά του που τον θεωρεί νεκρό από τη στιγμή που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.

Οι σκηνοθέτες, ο Παλαιστίνιος Κόπτι και ο Ισραηλινός Σάνι, γνωρίζουν καλά το υπόβαθρο των πρωταγωνιστών και δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν με μάξιμουμ αποτελεσματικότητα μια χορωδία ερασιτεχνών, στους οποίους δεν έδειξαν ποτέ το ολοκληρωμένο σενάριό τους. Πήγαν ένα βήμα πιο μακριά από τον φόβο που προκαλεί η στενόχωρη, αγχωτική διαβίωση όλων αυτών των ανθρώπων. Ο κώδικας τιμής επιβάλλει την τόλμη, και η τόλμη μέσα από την ανέχεια και την κοινωνική κατωτερότητα οδηγεί σε μια σειρά από κακούς υπολογισμούς και εγκληματικά λάθη. Η ταινία δεν διαθέτει τη βαθιά αποδομητική ματιά του Γκομόρα, αλλά καταφέρνει να δέσει τις ιστορίες στον ιστό του πεπρωμένου και του ρεαλισμού, δίνοντας πότε δυναμικές και πότε συγκινητικές στιγμές, πάντα με πειθώ και τέμπο.