Τι μπορεί να συνέβη και αμέσως μετά τις σημαντικές εμπορικές επιτυχίες των δύο εγκλημάτων, στο Οριάν Εξπρές και στον Νείλο, το 1974 και το 1978 αντίστοιχα, ο Σπασμένος Καθρέφτης συνάντησε τόσο πενιχρή ανταπόκριση από το κοινό; Φυσιολογική κούραση από την υπερβολική έκθεση στην «πλοκοτεχνία» της Άγκαθα Κρίστι; Απότομη προσγείωση σε ένα πεζό αγγλικό χωριό, μετά το πολυπρόσωπο ταμπλό υπόπτων στην Τουρκία και το εξωτικό μυστήριο στην Αίγυπτο; Ή, απλά, ήταν κακή η ταινία και έλαβε αυτό που της άξιζε; Ίσως όλα τα παραπάνω.

 

Πάντως, η συγκεκριμένη κινηματογραφική μεταφορά της συγγραφέως με τα περισσότερα κινηματογραφικά credits απ’ όλους τους συναδέλφους της από την εποχή του βωβού μέχρι τις μανιακές επανεκκινήσεις διά χειρός Κένεθ Μπράνα, όσο ζούσε και δεκαετίες μετά τον θάνατό της, είναι η πιο camp με διαφορά, ένα αίνιγμα που στηρίζεται στα βασικά συστατικά του είδους, με την προσθήκη υπερδιάσημων Αμερικανών σταρ, και μάλιστα σε μια ιδιαίτερη, αυτοαναφορική συνθήκη.

 

Το κουαρτέτο των χολιγουντιανών ηθοποιών με τους οποίους «διανθίζεται» το έγκλημα που συμβαίνει σε μια κωμόπολη της Αγγλίας, δηλαδή η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ροκ Χάντσον, που υποδύονται τη δις οσκαρική (όπως και στην πραγματικότητα) ντίβα σε ανάρρωση από τη βαριά κατάθλιψη και την πτώση της καριέρας της (περίπου αλήθεια κι αυτό) και τον σκηνοθέτη σύζυγό της, και ο Τόνι Κέρτις με την Κιμ Νόβακ, ο παραγωγός και η ατάλαντη σύζυγός του, και ανταγωνίστρια της Τέιλορ, άκμασαν κυρίως τη δεκαετία του ’50 και το στόρι τοποθετείται ακριβώς εκεί, στο 1953, στα γυρίσματα της ταινίας Μαρία, Βασίλισσα της Σκωτίας, στο επαρχιακό St Mary Mead, που φυσικά υφίσταται γεωγραφικά μόνο στα μυθιστορήματα της Κρίστι.

 

Η άφιξη της Μαρίνα Γκρεγκ σε αυτό συνοδεύεται από την ανάλογη γιορτή, με φανφάρες, και όλο το χωριό δίνει το «παρών» για να δει ένα ιερό τέρας από κοντά. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ εμφανίζεται τονίζοντας όσο γίνεται περισσότερο τα διάσημα βιολετί μάτια της, με ασορτί φόρεμα και ένα λουλουδένιο τιρμπάν να προκαλεί ιλαρό κοντράστ στην ταπεινά ντυμένη ομήγυρη. Αντίστοιχα, ο Ροκ Χάντσον (Τζέισον Ραντ στην ταινία) μοιάζει, και είναι γίγαντας μπροστά στις χαμογελαστές κυρίες που τον κοιτάζουν σαν εξωγήινο. Όταν τον ρωτά ο εφημέριος τι διαφορά έχει ο σκηνοθέτης από τον παραγωγό, εκείνος του απαντά: «Ο παραγωγός βρίσκει τα χρήματα και ο σκηνοθέτης τα ξοδεύει».

 

Αυτή είναι η πιο αθώα από τις βιτριολικές επισημάνσεις της Άγκαθα Κρίστι για το Χόλιγουντ, τουλάχιστον όπως το είχε στο μυαλό της. Διατηρώντας πάντα τα προσχήματα της εγκράτειας και της ευγένειας στους Άγγλους χαρακτήρες της ιστορίας της, επιφυλάσσει μια σκληρή, χυδαία για τα στάνταρ της γλώσσα για τους Αμερικανούς που ήρθαν με θράσος και νεύρα στα «χωράφια» της, φέρνοντας τους άξεστους τρόπους τους μαζί τους. Λέξεις όπως «son of a bitch», «shit», «prick» και «slut» δεν απαντούν συχνά, αν όχι ποτέ, στα βιβλία της, αλλά εδώ πάνε κι έρχονται, όταν οι άνθρωποι του σινεμά πίνουν και εκνευρίζονται ή απλώς αναφέρονται σε άλλους ‒ ο παραγωγός Μάρτι Φεν, όπως τον ενσαρκώνει με κέφι ο Τόνι Κέρτις, προσφωνεί τον εφημέριο «vicar baby».

 

Χρόνια εγκλωβισμένη στην εικόνα της κούκλας που δέχεται τη μοίρα της, η Κιμ Νόβακ ζωντανεύει μέσα από τη Λόλα Μπρούστερ την κακοφωνία της κακιασμένης στάρλετ που μετά από μεθοδευμένες σχέσεις επιβάλλει τη θορυβώδη παρουσία της σε ένα πλατό επειδή παντρεύτηκε τον παραγωγό. Στην πένα της Κρίστι, το Χόλιγουντ εξισώνεται με ένα απέραντο κρεβάτι όπου ξαπλώνουν λαμπεροί αγύρτες με αμφίβολη καλλιτεχνική αξία. Ωστόσο, αυτό δεν αφαιρεί από τον μαγνητισμό που εκπέμπουν στα πλήθη.

 

Ένα από τα πιο φανατικά θύματα της κινηματογραφικής μαγείας είναι και ο ντετέκτιβ της Σκότλαντ Γιαρντ Ντέρμοτ Κράντοκ, ο οποίος επισκέπτεται την περιοχή μετά τον θάνατο της Χέδερ Μπάμπκοκ στη δεξίωση που δόθηκε στην έπαυλη όπου διαμένουν η Μαρίνα και ο σύζυγός της. Η άτυχη γυναίκα, θαυμάστρια της Γκρεγκ, έπεσε νεκρή λόγω του αρσενικού που περιείχε το ποτό της, ενώ διηγούνταν την πρώτη φορά που συνάντησε την αγαπημένη της ηθοποιό κατά τη διάρκεια του πολέμου, και η Γκρεγκ κοιτούσε αποσβολωμένη είτε τη Λόλα Μπρούστερ να κάνει είσοδο με πάταγο στην έπαυλη είτε τον πίνακα με τη Μαντόνα που κρατάει το θείο βρέφος στον τοίχο απέναντι.

 

Διόλου τυχαία, ο Κράντοκ είναι ο αγαπημένος ανιψιός της Τζέιν Μαρπλ, της διορατικής, πανέξυπνης, φιλομαθούς και ανύπαντρης «Σέρλοκ» του χωριού. Εκείνος αναλαμβάνει, με τη δική της σοφή καθοδήγηση, τις διακριτικές διαδικασίες του εντοπισμού της/του ενόχου, καθώς η Mις Mαρπλ έχει ένα ατύχημα στην αρχή και πρέπει να μείνει στο σπίτι της για να αναρρώσει. Σινεφίλ σε βαθμό κακουργήματος, ο Κράντοκ γνωρίζει τα πάντα για τους εμπλεκόμενους από τη Δυτική Ακτή, και τους συγχαίρει για τα κατορθώματά τους, ουσιαστικά κολακεύοντάς τους για να μάθει τι σκέφτονται.

 

Η σκηνή της ευγενικής ανάκρισης της Μαρίνα Γκρεγκ, όταν επιτέλους αισθάνεται καλύτερα και είναι έτοιμη να τον δεχθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, είναι η καλύτερη της ταινίας: η Ελίζαμπεθ Τέιλορ στριμώχνεται από την ψύχραιμη, μαιευτική του μέθοδο και σπάει, με έναν μονόλογο και βαριές, πονεμένες φράσεις να χτυπάνε κρεσέντο, όταν ο Κράντοκ συμπληρώνει την πρότασή της που προέρχεται από μια κινηματογραφική επιτυχία του ένδοξου παρελθόντος της, που βέβαια δεν ήταν και τόσο καλή ταινία, όπως ίσως το Ζήσαμε στην αμαρτία που χάρισε στην Τέιλορ το πρώτο της Όσκαρ, αν και ακόμα και μερικές πριν από τη βράβευσή της το αποκήρυσσε μετά βδελυγμίας ‒ για πρώτη φορά η Τέιλορ αυτοσαρκάζεται στην οθόνη. Μάλιστα υιοθετεί ελαφρά αγγλική προφορά (μάλιστα γεννήθηκε στο Λονδίνο, γι’ αυτό και χρίσθηκε Dame), αν και επισημαίνει πως προέρχεται από ένα αμερικανικό χωριό. Τρολάρει την περσόνα της, θεωρώντας δεδομένο πως οι θεατές γνωρίζουν ποια από τις δυο σταρ υποκρίνεται.

 

Γενικότερα, ο Σπασμένος Καθρέφτης βρίθει αναφορών σε αληθινά πρόσωπα της χολιγουντιανής βιομηχανίας, από τη Χέντα Χόπερ, τον Τζον Χιούστον και τον Τζορτζ Κιούκορ μέχρι την πραγματική έμπνευση της ιστορίας που έγραψε η Κρίστι το 1962, που δεν είναι άλλη από την τραγική περίπτωση της σταρ των ’40s και υποψήφιας για Όσκαρ, Τζιν Τίρνεϊ, η οποία γέννησε ένα παιδί με πολλά προβλήματα υγείας επειδή κόλλησε ερυθρά από μια θαυμάστρια με την οποία ήρθε σε στενή επαφή, και δεν της το είπε ποτέ.

 

Το χολιγουντιανό καστ, με την πονηρή προσθήκη της Τζεραλντίν Πέιτζ στον ρόλο της βοηθού και ερωμένης του Χάντσον, μοιάζει με αντιπερισπασμό στην πλοκή, αντί να τη φέρνει μπροστά, σαν να παίζεται μια προσομοίωση ταινίας μέσα σε ένα εικονογραφημένο μυθιστόρημα. Ο Γκάι Χάμιλτον που το σκηνοθέτησε, ήδη βετεράνος στη σειρά του Τζέιμς Μποντ, με τέσσερις περιπέτειες του 007 στο ενεργητικό του, είχε δηλώσει ήδη την αντιπάθειά του στο φιλολογικό σύμπαν της Άγκαθα Κρίστι, προσελήφθη ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο από τους παραγωγούς(!) και ερμήνευσε το στόρι ως νόστιμη κωμωδία. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό ισχύει.

 

Ο Σπασμένος Καθρέφτης, γνωστότερος στα ελληνικά και ως Ο καθρέφτης ράγισε, Διπλό είδωλο στον σπασμένο καθρέφτη και παλιότερα Στον καθρέφτη είδα τον δολοφόνο (παραπλανητικά άστοχος τίτλος εντυπωσιασμού), είναι πλασμένος με τρολ μαγιά, τη διασκεδαστική αποδόμηση της χολιγουντιανής ψευδαίσθησης από την καθαρή βρετανική λογική. Ο ενδιάμεσος κρίκος είναι ο Κράντοκ του Φοξ, ενός εξαιρετικού καρατερίστα που εδώ λειτουργεί αθόρυβα και διακριτικά, ποτέ όμως ύπουλα ή παράτυπα, ακτινογραφώντας με το γάντι, χωρίς τους ακκισμούς του Πουαρό.

 

Η πραγματική κατάκτηση της ταινίας παραμένει η Άντζελα Λάνσμπερι, που στα 54 της παίζει για πρώτη φορά την Μαρπλ, πολύ διαφορετικά από τη γενναιόδωρα κωμικότερη Μάργκαρετ Ράδερφορντ, συλλαμβάνοντας την εδουαρδιανή ουσία της με χιούμορ, περιέργεια και αξιοπρέπεια, τηρώντας τις περιγραφές και τις προδιαγραφές της ίδιας της Κρίστι. Δυστυχώς, δεν την επανέλαβε ποτέ, καθώς στράφηκε στην Τζέσικα Φλέτσερ του «Murder she wrote» επί 12 τηλεοπτικές σεζόν, το λαγωνικό που είχε την προσωπική της υπογραφή, σχεδόν σαν προέκταση του χαρακτήρα της.