Μετά τον Κέιν, τον Αρκάντιν και την εμμονή του Όρσον Γουέλς με τη φύση της εξουσίας και τη σταδιακή διάβρωση όσων την ασκούν, ο εξοστρακισμένος πλέον στην Ευρώπη δημιουργός αποφάσισε να ασχοληθεί με τα θύματα των χαρακτήρων που μελέτησε.

 

Υπέρμετρα φιλόδοξος όπως πάντα, δεν ενδιαφέρονταν για μια ταινία καταγγελίας (παρά το ότι και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του θύμα ενός συστήματος), αλλά βούτηξε στο σύμπαν του Κάφκα, καταφέρνοντας να ολοκληρώσει κινηματογραφικά το ανολοκλήρωτο βιβλίο του «Η Δίκη», προσαρμόζοντάς το σε ένα δικό του σενάριο.

 

Περισσότερο από τα λόγια όμως, εκμεταλλεύτηκε την ελευθερία που του έδιναν εκείνα τα χρόνια οι Ευρωπαίοι, στήνοντας εντυπωσιακά σκηνικά που σήμερα θα γίνονταν μόνο με βοήθεια CGI, η επιβλητικότητα των οποίων αντανακλά τον τρόμο του πρωταγωνιστή και τη διαπίστωση του μικρού μεγέθους του απέναντι σε έναν αόρατο Γολιάθ.

 

Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό, ο ίδιος ο Γουέλς φώναζε πως αυτή είναι η καλύτερη ταινία του για να ανασκευάσει, αναξιόπιστος γαρ, τρία χρόνια αργότερα, λέγοντας ακριβώς το ίδιο για τις Καμπάνες του Μεσονυχτίου.