Σε ένα ήσυχο εστιατόριο, ένας ακόμη πιο ήσυχος άνδρας χωρίζει με τη σύντροφό του. Της εξηγεί πως η βασική αιτία της αδυναμίας του να εξελιχθεί οικονομικά και κοινωνικά είναι η ευφυΐα του, θεωρώντας πως ζει σε έναν κόσμο όπου μόνο οι χαζοί έχουν δικαίωμα στην ευμάρεια. Ο ίδιος, όπως και Αρκάν, συγχέει την ευφυΐα με την ηθική, υπονοώντας πως όποιος διαθέτει την πρώτη αυτομάτως υιοθετεί και τη δεύτερη αρετή. Και εκεί αρχίζουν τα μπερδέματα.

 

Ο Καναδός σκηνοθέτης μάς έχει χαρίσει στο παρελθόν μια σειρά από απολαυστικές σάτιρες του δυτικού κόσμου, με οξυδερκή γραφή και ήρωες που είχαν να αφήσουν κάτι στο θεατή πέρα από μια γενικευμένη πίκρα. Τώρα επιστρέφει παίζοντας στον τίτλο με ένα από τα πιο γνωστά του φιλμ, την Παρακμή της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, που γύρισε το 1986, ως μια εκδίκηση που παίρνει ο πρωταγωνιστής του με έναν εντελώς δικό του, ανορθόδοξο τρόπο.

 

Βρίσκεται τυχαία στη μέση μιας ληστείας που πάει στραβά και με δύο βαλίτσες γεμάτες χρήματα αναμετριέται με την ηθική και την ευφυΐα του. Η δεύτερη αποδεικνύεται ελλιπής καθώς ξεκινά μια σειρά από λάθη, η ηθική του όμως γίνεται εργαλείο αποκατάστασης, καθώς δανείζεται λίγη από την καπιταλιστική ηθική και γνωρίζοντας πως η αστυνομία τον περιμένει στη γωνία, ταράζει στη νομιμότητα το ίδιο το σύστημα χρησιμοποιώντας παραθυράκια που χρησιμοποιούν καθημερινά αξιοσέβαστοι αριστοκράτες της εποχής μας.

 

Μέσα από τη διαδικασία αυτή, ο Αρκάν γίνεται ξανά σατιρικός όμως, σε αντίθεση με το παρελθόν του, γίνεται υπερβολικά επεξηγηματικός στα όσα θεωρητικά καταγγέλλει, μην αφήνοντας τον θεατή να πάρει ανάσα. Οι διάλογοι για το κυνήγι του χρήματος και τα οικονομικά κόλπα με τράπεζες, κολοσσούς και ΜΚΟ παραπέμπουν στο κατηγορώ ενός κόσμου που σάπισε οριστικά και είναι εξαντλητικά επαναλαμβανόμενοι, ειδικά όταν προέρχονται μέσα από το ανέκφραστο βλέμμα του πρωταγωνιστή, ενός πρότυπου καλού παιδιού, που δε σχετίζεται με τους μποέμ χαρακτήρες που συνήθιζε να μας συστήνει ο σκηνοθέτης στο παρελθόν.