Είναι απορίας άξιον πώς τόσα χρόνια, κανείς δεν τόλμησε να γυρίσει ένα θέμα χωρίς προφανές ρίσκο, δηλαδή τη βιογραφία του πιό διάσημου αγωνιστή και μάρτυρα του κινήματος των δικαιωμάτων της αφροαμερικανικής κοινότητας των ΗΠΑ, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Τελικά, το κατάφερε μια γυναίκα στη σκηνοθεσία και ένας Βρετανός στον ομώνυμο ρόλο, με επίκεντρο τη μεγάλη πορεία από τη Σέλμα της Αλαμπάμα ως την κοντινή πόλη Μοντγκόμερι, που σηματοδότησε μια μεγάλη νίκη σε μια μακρά πορεία διεκδίκησης με πόνο, ταπείνωση και πολλά θύματα, και την απρόθυμη αλλά πολιτικά αναγκαία υπογραφή της αναγνώρισης του δικαιώματος ψήφου από τον τότε πρόεδρο της χώρας, του Λίντον Τζόνσον. Το δράμα καλύπτει την χρονική περίοδο περίπου ενός έτους, από την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στον δόκτορα Κίνγκ στο Όσλο το 1964, μέχρι την τελική πορεία. Η Ντιβερνέϊ σπέρνει τα βίαια, φονικά περιστατικά κόντρα στους φιλειρηνικούς, αλλά γεμάτους παλμό και πάθος λόγους του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, διανθίζοντας το παιχνίδι στρατηγικής ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, το προεδρικό και εκείνο των Αφροαμερικανικών, με ακανθώδη διλήμματα, καθημερινές συνήθειες, ανθρώπινες αδυναμίες, έριδες, δολοπλοκίες- όλη την παλέτα από τον τυφλό ρατσισμό μέχρι την κοινή λογική, σαφώς ειδωμένες κάτω από το προοδευτικό πρίσμα. Ο Ντέϊβιντ Ογιέλοου είναι στιβαρός, ο Τομ Γουίλκινσον με την αφοσίωση του, μας κάνει να ξεχάσουμε πως κλέβει την αμερικάνικη προφορά, ενώ η Ντιβερνέϊ κρατάει σωστά τις ισορροπίες ανάμεσα στο δράμα μνήμης και μεγάλης σημασίας (με όλες τα απαραίτητα κηρύγματα του Κινγκ, που ήταν, ας μην ξεχνάμε, πάστορας) ενθέτοντας εικόνες βίας πιο abstract, την ίδια στιγμή που φαντάζομαι πως ο Λι Ντάνιελς, στον οποίο είχε αρχικά ανατεθεί η σκηνοθεσία το 2010, αλλά προτίμησε να γυρίσει το "Butler", θα είχε επιλέξει σκληρά πλάνα ιστορικής εκδίκησης- γιατί αυτή είναι η στάνταρ προσέγγιση του, ούτως ή άλλως.