Η Μαριάννα (Νατάσα Ζάγκα) γυρίζει στην Πάτρα από το Λονδίνο αποφασισμένη να ζήσει για πάντα με τον Μιχάλη (Μιχάλης Φωτόπουλος), ο Νίκος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) προσπαθεί να εκδηλώσει τον κρυφό πόθο του για το αφεντικό του Σωκράτη (Χρήστος Λούλης), τρέμοντας την ενδεχόμενη απόρριψη, η Ευγενία (Μαρία Σκουλά) φοβάται ν’ αντιμετωπίσει την κριτική της κόρης της για τη σχέση της με τον κατά πολύ νεότερό της Αντώνη (Αντρέας Κωνσταντίνου) και ο Ηλίας (Ερρίκος Λίτσης) επιχειρεί με κάθε τρόπο την επανασύνδεση με την πρώην γυναίκα του Βίκυ (Όλια Λαζαρίδου). Όλοι μαζί βουτάνε χωρίς ανάσα στην «κολασμένη» ατμόσφαιρα της Αποκριάς. Χάνονται σους ήχους της techno και της σάμπα και περιτριγυρισμένοι από εξωτικά πουλιά, χρυσές στολές και γκλίτερ περούκες θα διεκδικήσουν τον συναισθηματικό τους Παράδεισο.

Σε αντίθεση με το άτσαλο σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την εμπορικά επιτυχημένη Κληρονόμο, ο Παράδεισος δείχνει τις αρετές του σκηνοθέτη Παναγιώτη Φαφούτη. Μπλέκει με αίσθηση σεναρίου και στρωτή σκηνοθεσία πολλούς χαρακτήρες με παρονομαστή και κλιμάκωση το πατρινό καρναβάλι, τους ξεγυμνώνει από την πρόφαση της μάσκας και της ψευδαίσθησης του πάρτι, δεν εκμεταλλεύεται το φολκλόρ της πόλης, αλλά αξιοποιεί τη γνώση της ιδιαίτερης τοπικής κοινωνίας που έχει ως βέρος Πατρινός κι εξερευνά την αυταπάτη της ερωτικής ευδαιμονίας σε διάφορες εκφάνσεις και ηλικίες. Αν και μένει μια επίγευση επαγγελματικά δουλεμένης αδιαφορίας, στο τελικό αποτέλεσμα (όπως και με το παλιότερο, εξίσου πολυπρόσωπο, αλλά απλά ενδιαφέρον Ώρες κοινής ησυχίας της Κατερίνας Ευαγγελάκου), η απόπειρα δημιουργίας ελληνικής ταινίας με καλλιτεχνική φλέβα σε πλαίσιο «κανονικής» αφήγησης δεν παύει να είναι αξιοπρόσεχτη όταν φτάνει στον προορισμό της.